Αποχη συσσιτιου για τον αναρχικο Ραμι Συριανο

Αποχή συσσιτίου για τον αναρχικό Ράμι Συριανό

Η ουσία και η δύναμη μιας -και μόνο- άρνησης σ’ έναν κόσμο γεμάτο συμβάσεις.

Τα τελευταία χρόνια δεκάδες είναι οι μαχητές της αναρχικής/επαναστατικής κοινότητας που έχουν βρεθεί στις φυλακές της ελληνικής δημοκρατίας.

Αιχμάλωτοι του κράτους για την απόπειρα όξυνσης του κοινωνικού εμφυλίου πολέμου (που ο καθένας από εμάς με τον τρόπο και τον λόγο του τόλμησε), αντιμετωπίζουμε την συνθήκη του εγκλεισμού και τις συμβάσεις που αυτή γεννάει.

Γυρνάμε τις φυλακές μέσα σε ειδικά κλουβάκια, στα οποία δε μας βάζουν σηκωτούς, ζούμε μέσα σε έναν ελάχιστο ζωτικό χώρο που μας δίνεται, ανταποκρινόμαστε όπως και όλοι οι κρατούμενοι στις προσταγές ενός μεγαφώνου( ο τάδε για επισκεπτήριο, για μπακάλη, για δικηγόρο κλπ.), ακούμε το κουδούνι και μπαίνουμε στα κελιά μας για καταμέτρηση, προαυλιζόμαστε τις ώρες που μας επιτρέπεται κ.α.

Εν ολίγοις, οι συμβάσεις που κάνουμε μέσα στη φυλακή είναι πολλές, αποπνικτικές και έχουν γίνει κομμάτι μιας κυκλικά επαναλαμβανόμενης και ελεγχόμενης καθημερινότητας μέσα στην οποία έχουμε προσαρμοστεί για να επιβιώσουμε, για να συγκεντρώσουμε δυνάμεις για τις (συνήθως) χειρουργικά μελετημένες αρνήσεις και στιγμές αγώνα που πυροδοτούμε. Γιατί όπως και έξω, δεν δύναται να υπάρξει μια συνεχής σύγκρουση μέσα σε ένα εξ’ ολοκλήρου αλλότριο αν όχι εχθρικό περιβάλλον, η οποία εκτός από αδιέξοδη τείνει να γίνει και αυτοκαταστροφική.

Απέναντι όμως σε μια ενεργητική ή παθητική ηττοπάθεια που θέλει τα πράγματα στάσιμα και δη, στάσιμα και υπόδουλα, ανακαλύπτουμε και προσπαθούμε να μεταδώσουμε ότι υπάρχει μια λεπτή διαφορά -με οξείες ποιοτικές αντιθέσεις- ανάμεσα σε μια συνθήκη δουλειάς και σε μια συνθήκη αιχμαλωσίας:

Α) το να αναγνωρίζουμε την προσωρινότητα της παραμονής μας στην φυλακή και ταυτόχρονα το να μην την αποδεχόμαστε ως κάτι που πρέπει να περάσουμε με σκυμμένο το κεφάλι περιμένοντας την στιγμή της αποφυλάκισης μας.

Β) το να νιώθουμε επιτακτικά την ανάγκη (βάση ενγχρονισμένης εκδήλωσης συνείδησης και ενστίκτου) να αγωνιστούμε και να απελευθερωθούμε- έστω και στιγμιαία, με κάθε δυνατό τρόπο-.

Γ) το να πειραματιζόμαστε με τις πιθανότητες και να ψηλαφίζουμε τις δυνατότητες οικοδόμησης, μειοψηφικών έστω, κοινοτήτων αυτομόρφωσης- συζήτησης-αγώνα απέναντι στην τακτική του «διαίρει και βασίλευε» που προωθεί (και) η «σωφρονιστική υπηρεσία» ποντάροντας στους θρησκευτικούς, φυλετικούς, οικονομικούς διαχωρισμούς μεταξύ των κρατουμένων.

Δ) το να αναπτύξουμε μια οπτική που να αναζητάει και να προκαλεί ρωγμές μέσα στον περιορισμένο χώρο και στον συμπυκνωμένο χρόνο που επιβιώνουμε.

Μας κάνει να αντέχουμε, κρατώντας πρώτα και κύρια τους εαυτούς μας ζωντανούς, δυνατούς και σε συνεχή ετοιμότητα και μετέπειτα κρατώντας ζωντανό το στοίχημα του αγώνα μας και μέσα σε αυτά τα αχούρια.

Έτσι, κάθε άτομο (ή ομάδα), ανάλογα βέβαια με την αξιακή/θεωρητική του βάση, αλλά και με την υλική προοπτική που δίνει στον ίδιο τον αγώνα ακόμα και μέσα στους χώρους της «τιμωρίας» και «απομόνωσης» του, συνεχίζει να προασπίζει την ύπαρξη του, να υπερασπίζει τον –εκτός των τειχών- αγώνα του, και όχι σπάνια να τον εκδηλώνει, προσαρμοσμένο στις «εδώ» συνθήκες, ατομικά ή σε επαφή με άλλους κρατουμένους (αναρχικούς και μη).

Γιατί εκτός από τα πρέπει που εν μέρει καθορίζουν την ύπαρξη μας μέσα στη φυλακή, μπορεί κανείς να εντοπίσει στιγμές ατομικών ή συλλογικών αρνήσεων και δράσεων, μέσα στο πλέον εχθρικό έδαφος, αλλά και μια καθημερινή, αφανή, μικρή ή μεγάλη προετοιμασία τόσο των δράσεων αυτών όσο και των σχέσεων που μπορεί να τις γεννήσουν.

Σχέσεων μεταξύ των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά και σχέσεων μεταξύ των αιχμαλώτων πολέμου με την μερίδα εκείνη των υπόλοιπων κρατουμένων που αρνούνται να εξαγοραστούν από την σωφρονιστική υπηρεσία, που αρνούνται τον εφιάλτη της πρέζας και των ψυχοφαρμάκων, που αρνούνται να γίνουν ρουφιάνοι, που δεν ψήνονται να συμμετέχουν στην ιεραρχία του κόσμου της φυλακής (είτε ως αρχηγοί είτε ως ακολουθητές), που είναι διατεθειμένοι να απαγκιστρωθούν από τον ατομισμό και την κανιβαλική εγκληματικότητα (στραμμένη απέναντι στον οποιονδήποτε)  που τους οδήγησε  στη φυλακή, που ψήνονται να μην βγάλουν την ποινή τους με σκυφτό το κεφάλι και μέσα από την ίδια την κατάσταση που βιώνουν (εγκλεισμός και διαχωρισμός) να οικοδομήσουν μια νέα ταυτότητα με βασικά συστατικά την αλληλεγγύη και την δίψα για ελευθερία.

Μια από τις επιλογές λοιπόν που κάνουμε μέσα στη φυλακή σε ατομικό επίπεδο, είναι η επιλογή της άρνησης του να κατεβάσουμε το εσώρουχο κατά τον σωματικό έλεγχο που διεξάγεται στους νεοεισερχομένους. Μια διαδικασία κατά την οποία εκτός από το κατέβασμα του εσωρούχου μπορεί, ανάλογα με το σωφρονιστικό κατάστημα όπως τους αρέσει να το ονομάζουν, να ζητηθεί από τον κρατούμενο να κάνει βαθιά καθίσματα, να σκύψει μπροστά στον ανθρωποφύλακα βήχοντας, να δώσει δείγμα ούρων.

Ίσως το φαινόμενο της άρνησης αυτής στις ελληνικές φυλακές να προέρχεται από ανθρώπους αναρχικούς ή μη, που δεν είχαμε την τιμή να γνωρίζουμε, εμείς πάντως ακούσαμε για αυτή τη στάση, από έναν σύντροφο που άρχιζε να την εφαρμόζει όταν βρέθηκε φυλακή το 2009.

Με ιλιγγιώδη ταχύτητα, που προέρχονταν από τη διάθεση για συνέχιση του αγώνα κάτω από τις νέες συνθήκες που βρεθήκαμε, αποφασίσαμε να οικειοποιηθούμε αυτήν την πρακτική, όπως κάνανε βέβαια και αρκετοί αναρχικοί κρατούμενοι τα τελευταία 3 χρόνια.

Η αντίδραση της «σωφρονιστικής υπηρεσίας», πέρα από την έκπληξη που αρχικά προκαλείται στους περισσότερους δεσμοφύλακες (και οι οποίοι δυστυχώς είχαν συνηθίσει να κάνουν ότι γουστάρουν), διαφέρει ανάλογα με την κάθε φυλακή και την στιγμή που εκδηλώνεται. Κυμαίνεται από την χρήση μέσων οδών (μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλου γιατί προφανώς δεν ψάχνουν για ναρκωτικές ουσίες), μέχρι την απομόνωση και από πειθαρχικές ποινές ή μεταγωγές, μέχρι το βίαιο γδύσιμο από τους δεσμοφύλακες.

Η διαδικασία του σωφρονισμού λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που θέλει να σπάσει τον παρανομούντα και απείθαρχο κρατούμενο και επιδιώκει να τον οδηγήσει στην τιθάσευση δια της οδού των εξατομικευμένων λύσεων και υποτακτικών συμπεριφορών που θα του προσφέρουν μια ελαφρύτερη αντιμετώπιση στην καθημερινότητα του στην φυλακή ή και στο δικαστήριο. Διατηρείται έτσι η ομαλή λειτουργία της φυλακής, με την πρέζα και τα ψυχοφάρμακα που μοιράζονται απλόχερα να πιστοποιούν αυτή τη συνθήκη.

Ο σωματικός έλεγχος, είναι βασικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής. Κατά την διάρκεια του ελέγχου ο κρατούμενος έρχεται  για πρώτη φόρα σε επαφή με τους δεσμοφύλακες και αποδέχεται τις πρώτες προσταγές του.

Είναι το χρονικό σημείο που τόσο ο κρατούμενος όσο και ο δεσμοφύλακας θα προσδιορίσουν και θα ανιχνεύσουν ο ένας τον άλλον και θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό η εκατέρωθεν αντιμετώπιση για τον καιρό που θα βρεθούν στις δυο μεριές της κιγκλίδας της πτέρυγας.

Ως απόρροια της επιθυμίας, λοιπόν, να μην βουτήξουμε στην παραίτηση πιστεύουμε πως η άρνηση κατεβάσματος του εσωρούχου από μέρους μας μπορεί να είναι μια μικρή άρνηση μέσα σε δεκάδες καθημερινές συμβάσεις με τον κόσμο της φυλακής, αλλά τουλάχιστον βάζει ένα ανάχωμα στην επέλαση που επιχειρείται από τους δεσμοφύλακες πάνω στις ζωές και τα σώματα μας.

Γιατί με αυτόν τον τρόπο, παρά τις όποιες επιπτώσεις που μπορεί να έχουμε, χαράσσουμε μια γραμμή απέναντι στην «σωφρονιστική υπηρεσία» υπενθυμίζοντας το πόσο εύθραυστη και προσωρινή είναι από μέρους της η απόπειρα ελέγχου των κινήσεων μας, ενώ ταυτόχρονα επανακτούμε –έστω και για λίγο, έστω και μερικώς- την κυριότητα του σώματος μας που δεν επιτρέπουμε να γίνει θέα προς έλεγχο από κανέναν σαδιστή και ανώμαλο.

Αρνούμενοι λοιπόν να υποστούμε τα πιο ταπεινωτικά σημεία του ελέγχου, τους δίνουμε να καταλάβουν πως δεν θα αποτελούμε σε μια μόνιμη βάση πειθήνιους αποδέκτες των εντολών που μας δίνονται, εκτελώντας τες. Τίθονται έτσι, τα πρώτα όρια, οι πρώτες ισορροπίες σε μια ούτως ή άλλως εξουσιαστική σχέση μεταξύ δεσμοφύλακα-κρατούμενου.

Αν κάτι κερδίζει ένας κρατούμενος (και) με αυτόν τον τρόπο είναι να μην του συμπεριφέρονται αργότερα με προσβλητικό τρόπο, να μην αγνοούν τα αιτήματα του, να μην αποπειραθούν καν να του ζητήσουν οποιαδήποτε χάρη τάζοντας του ανταλλάγματα, πράγματα που συμβαίνουν όχι σπάνια.

Η άρνηση αυτή λοιπόν, είναι για εμάς βαρύνουσας σημασίας και η ουσία της έγκειται στην ίδια την εκδήλωση της μέσα στο συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο.

Ο καθένας και η καθεμία βέβαια ορίζει τις προτεραιότητες αρνήσεων και στιγμών αγώνα (τουλάχιστον αν υπάρχει τέτοια διάθεση) που θέτει, όποτε επ’ ουδενί δεν θεωρούμε ότι όλοι οι κρατούμενοι ή και οι αναρχικοί κρατούμενοι που δεν αντιδρούν σε αυτό το μέτρο έχουν κάτι –ότι και να είναι αυτό το κάτι- λιγότερο από όσους αντιδρούν. Για κάποιον μπορεί να είναι πιο σημαντικό να ορθώσει και να προετοιμάσει μια άρνηση, εκεί και τότε που κάποιος άλλος υπογράφει μια σύμβαση και το αντίθετο. Εδώ μέσα κανείς άλλωστε δεν είναι εκατό τις εκατό «καθαρός», αν και όλοι μάλλον, βλέπουμε τις συμβάσεις του άλλου ως αντίβαρο για το πως μας κάνουν να νιώθουμε οι αντίστοιχες δικές μας.

Όπως και να έχει όμως υπάρχει αναγκαιότητα συντονισμού των αρνήσεων και των μεμονωμένων-αποκεντρωμένων δράσεων από άτομο σε άτομο και από φυλακή σε φυλακή, υπάρχει ανάγκη για ΕΝΟΤΗΤΑ και για ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΣΚΕΠΤΙΚΩΝ μεταξύ των αιχμαλώτων πολέμου και σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να κινηθούμε όλοι και όλες από την στιγμή που θέτουμε ως προτεραιότητα μας την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, των προταγμάτων της ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, της ΑΝΤΙΙΕΡΑΡΧΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, της ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και των ΦΥΛΑΚΩΝ της.

Τελειώνοντας…

Από την στιγμή που έστω και ολά αναγνωρίζουμε την ύπαρξη μιας κοινότητας αγώνα, από την στιγμή που πονάμε όταν σύντροφοι και συντρόφισσες έξω από τα τείχη δέχονται κάποιο πλήγμα, από την στιγμή που έχουμε αναγνωρίσει πως η αλληλεγγύη στα πρόσωπα των φυλακισμένων αναρχικών που επιλέγουν την άρνηση γδυσίματος είναι δεδομένη και ουσιαστική(αποσπώντας όμως στοιχειώδεις δυνάμεις μια περίοδο που η έριδα σουλατσάρει στους κύκλους μας και επιβραδύνει την έφοδο μας στον ουρανό), νιώσαμε ότι οφείλαμε μια ειλικρινή και προφανώς υποκειμενική τοποθέτηση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα για να επικοινωνήσουμε την σημασία του σε όσους ανθρώπους, δείχνουν ή όχι το ενδιαφέρον τους για την υπόθεση του Ράμι σήμερα ή την κάθε παρόμοια υπόθεση.

Ξεφεύγοντας από μια απλή και μονοσήμαντη αναφορά στην όποια αξιοπρέπεια (ένας ούτως ή άλλως διφορούμενος όρος) αρνούμενοι να ηρωοποιήσουμε στιγμές και επιλογές αγώνα ή αγωνιστές δημιουργώντας είδωλα και αναπαράγοντας θεάματα, ευελπιστούμε να προσφέρουμε καύσιμη ύλη στην κινητοποίηση των εκτός των τειχών συντρόφων και συντροφισσών που κατά την ταπεινή μας άποψη είναι ανάγκη να θέσουν ως προτεραιότητα και να αναδείξουν με κάθε δυνατό τρόπο ότι ένας αναρχικός κρατούμενος βρίσκεται εδώ και 50 μέρες στην απομόνωση.

Εμείς, ψάχνοντας ακόμα τους τρόπους να βρούμε πιο δυναμικές διόδους δράσης που εν τέλει συνεπάγονται τις σχέσεις και την προετοιμασία που αναφέραμε στο κείμενο, ξεκινάμε αποχή συσσιτίου από τις 16/5 σε ένδειξη αλληλεγγύης στον αναρχικό σύντροφο Ράμι Συριανό που διεκδικεί την άμεση μεταγωγή του σε άλλη φυλακή και πτέρυγα, πραγματοποιώντας απεργία πείνας από τις 15/5.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΡΑΜΙ ΣΥΡΙΑΝΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ 26/3 ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ 15/5

ΛΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *