«Θα είναι μια πορεία κοπιαστική αυτή που θα κάνουμε, το ξέρω, θα χαθούμε πολλές φορές ταξιδεύοντας, μα η ελευθερία δεν κατακτιέται παρά μόνο θυσιάζοντας τη σάρκα, το αίμα, τη ψυχή, το είναι μας…»
Στις 5 Νοεμβρίου 2012 καλούμαστε ενώπιον του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων Αθήνας για να δικαστούμε για τις κατηγορίες της «τρομοκρατικής οργάνωσης» και της «διακεκριμένης οπλοκατοχής». Μια μικρή μετάφραση των κατηγοριών βοηθάει στο να καταλάβουμε ότι η πρώτη κατηγορία αφορά την ένταξη και τη συμμετοχή μας σε μια «τρομοκρατική οργάνωση» χωρίς όνομα(!) ενώ η δεύτερη, που είναι απαραίτητη για να «στέκει» η δράση της «τρομοκρατικής οργάνωσης» της πρώτης κατηγορίας, αναφέρεται στο ότι τα δύο όπλα που μας βρήκαν οι μπάτσοι, εμείς θα τα προμηθεύαμε (πουλούσαμε) είτε σε άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις(;), είτε αναμεταξύ μας (;;;).
Επ’ αφορμής λοιπόν αυτής της δίκης και συνεχίζοντας να πιστεύουμε πως ότι έχουμε να πούμε θα το πούμε στην αναρχική κοινότητα αλλά και σε όλους όσους αγωνίζονται ενάντια σε κράτος και καπιταλισμό, θα καταθέσουμε τη δικιά μας οπτική γύρω από δύο θεματικούς άξονες που ξεδιπλώνονται πάνω από πρακτικές επιλογές αγώνα. Την επιλογή του περάσματος στη παρανομία αλλά και την επιλογή του εξοπλισμού, που παρουσιάζονται μαζί με τα διλήμματά τους, μπροστά σε όποιον αγωνιστή, επαναστάτη, αναρχικό αποφασίσει να υπερασπιστεί τη ζωή και την ελευθερία του από την καταστολή, αλλά και να κινηθεί βίαια εναντίον της.
Μετά την σύλληψη λοιπόν του Γιάννη κατά την διάρκεια εμπρηστικής επίθεσης σε οχήματα της Δ.Ε.Η., μάθαμε ότι έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης. Αν και σε πρώτο χρόνο δεν ήμασταν σίγουροι για το ποια άτομα ακριβώς αφορούσαν, η απόφαση να δοκιμάσουμε τις τύχες μας και οι 3 μαζί, με άλλα ονόματα, σε καινούρια σπίτια, ελαχιστοποιώντας τις κοινωνικές μας συναναστροφές, δεν άργησε να έρθει. Από τη στιγμή που έστω και ένας από εμάς θα ήταν αναγκασμένος να ζήσει έτσι, τα πράγματα έγιναν απλά για όλους μας. Αγοράσαμε σακ- βουαγιάζ, βάλαμε μέσα δύο πουκάμισα και δύο παντελόνια, όσοι φορούσαν γυαλιά τα βγάλαν και το αντίθετο, ρίξαμε ένα ξύρισμα και με το μυαλό μας καρφωμένο στο Γιάννη και στο πώς μπορεί να είναι, φύγαμε από τη Σαλόνικα, για να ζήσουμε μια σύντομη, δυστυχώς, περιπλάνηση στον κόσμο των σκιών και των πιο γλυκών ψεμάτων που έχουμε πει ποτέ, σε ιδιοκτήτες σπιτιών, ταξιτζήδες, σερβιτόρους, γείτονες…
Πέρα όμως από τις όποιες πρακτικές λεπτομέρειες της επιλογής του να ζήσει κανείς ως καταζητούμενος από την αστυνομία, υπάρχει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη που κρύβεται από πίσω. Αντίληψη που αξίζει να προσεγγιστεί καθώς αναλύεται, σε ένα ερώτημα που μας έχει τεθεί –όχι λίγες φορές-.
«Άξιζε τον κόπο;»
Έχουμε ακούσει και ξανακούσει την ίδια ερώτηση να μας τίθεται προς απάντηση από μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων. Από τους ανακριτές, οι οποίοι «δεν θα προφυλάκιζαν τα παιδιά» αν είχαμε εξ αρχής παρουσιαστεί από την πρώτη μέρα και απολογούμασταν σε σχέση με μια υπόθεση για την οποία τα μοναδικά στοιχεία ήταν οι καταθέσεις των μπάτσων ή καλύτερα η ανακάλυψη από μεριάς τους, των κοινών μας φωτογραφιών (να λοιπόν κι ένα πρώτο στρατηγικό λάθος μας, που εξέθεσε την προσωπική μας ζωή στα μάτια της αστυνομίας, κάτι που προφανώς και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο). Μέχρι τις οικογένειες, ακόμα και συντρόφους οι οποίοι όχι λίγες φορές μας αναπαρήγαγαν τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα.
Τις πρώτες μέρες, για εμάς, τα πάντα ήταν θολά. Το ένστικτο της επιβίωσης κυριαρχούσε, το άγχος υπερνικήθηκε μερικώς από τις διαρκείς συζητήσεις που κάναμε, ήταν ζήτημα λίγου καιρού να βγάλουμε ένα καινούριο σχέδιο κίνησης της ζωής μας, να ξεψαρώσουμε και να ανακαλύψουμε νέους τρόπους επικοινωνίας, να βρούμε σπίτια, να συνηθίσουμε μια ιδιαίτερη και γλυκιά μοναξιά, σε μια περίοδο που η κάθε κουβέντα που ανταλλάσσαμε είχε τεράστια ουσία/ αξία.
Και κάπως έτσι, ενώ ακόμα στηνόμασταν στα πόδια μας, γράψαμε το πρώτο μας κείμενο, για να επικοινωνήσουμε τους λόγους που μας οδήγησαν στην επιλογή του να φύγουμε. Ένα κείμενο που αντικατόπτριζε πλήρως και σε απόλυτο βαθμό το σύνολο των αντιφάσεων που γέννησε η σταθερότητα της επιλογής της μη παράδοσης στα νύχια του κράτους.
Στεναχωρημένοι αλλά περήφανοι για τον Γιάννη. Αγχωμένοι για το αν θα μας πιάσουν την επόμενη στιγμή και για το αν έχουμε αφήσει κενά ασφαλείας ή ακόμα χειρότερα για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι ασφαλίτης. Μισοί όπως είχαμε αναφέρει, που χάσαμε συντρόφους και συντρόφισσες από τη Θεσσαλονίκη. Έτοιμοι να τα παίξουμε ξανά όλα για όλα και ταυτόχρονα σκεπτικοί για την κάθε κίνηση που απαιτούνταν από εδώ και πέρα σε κάθε επίπεδο. Επιφυλακτικοί ως προς το να συναντήσουμε κόσμο, κάτι που τόσο είχαμε ανάγκη (να κι ένα δεύτερο λάθος που απέβη μοιραίο για μία συντρόφισσα που πλήρωσε ακριβά μια τυχαία συνάντηση) και τέλος σε ένα διαρκές ψάξιμο για να επιβιώσουμε, με τις δεξιότητες μας σε πρακτικά ζητήματα να αναβαθμίζονται διαρκώς.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που ξέραμε πως το είδος παρανομίας που θα ζούσαμε δεν αφορούσε μόνο την όποια άμυνα μας απέναντι στις κινήσεις του εχθρού, αλλά κυρίως το πώς θα μπορέσουμε να οργανώσουμε κάτω από τις νέες συνθήκες που προέκυψαν, τον ίδιο τον αγώνα μας. Για να επιβιώσουμε συνειδησιακά, έπρεπε να παραμείνουμε μαχητές, που απλά άλλαξαν μέτωπο μάχης σε έναν κοινό πόλεμο.
Είχε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του, άλλωστε, για εμάς, το να εργαστούμε στην κατεύθυνση της οργάνωσης ενός παράνομου συλλογικού δικτύου ανθρώπων/ συλλογικοτήτων που είτε κατά συνθήκη είτε κατ’ επιλογή ζούσαν και ζουν με πλαστά στοιχεία, δικτύου που θα εξυπηρετούσε όχι μόνο την κίνηση μας απέναντι στις επιθέσεις του κράτους σε αγωνιστές στο τότε και στο αργότερα, αλλά πρώτα και κύρια στη διαρκή και εύκολη μετατόπιση της δράσης μας από τα μετόπισθεν των κυνηγημένων στην εμπροσθοφυλακή τους όταν αποφασίζαμε να γίνουμε οι κυνηγοί. Τι ήταν λοιπόν για εμάς η επιλογή του να μη παραδοθούμε και να περάσουμε στη παρανομία;
Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από τις ατομικές αντιλήψεις που έχουμε αναπτύξει για τον αναρχικό απελευθερωτικό αγώνα και τη ζωή γενικά, αλλά και τη συλλογική έκφραση τους μέσα από σχέσεις που δοκιμάζονται συνεχώς. Αντιλήψεις αποτυπωμένες πλέον βιωματικά, υλικά, άμεσα. Και αφήνοντας κάποια μέλη των Weather Underground να απαντήσουν για εμάς:
«Θέλουμε να γίνει επανάσταση. Πολλοί θεώρησαν ότι βγήκαμε στη παρανομία επειδή έπρεπε, επειδή ήμασταν επικηρυγμένοι. Υπάρχει μία δόση αλήθειας σε αυτό. Βγήκαμε στην παρανομία επειδή πιστεύαμε ότι υπήρχε η αναγκαιότητα να προωθήσουμε την παρανομία. Ήταν μία κίνηση τόσο επιθετική όσο και αμυντική. Αυτό το θεωρούμε πολύ σημαντικό να ειπωθεί, γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το να είσαι παράνομος σημαίνει να σ’ έχουν αναγκάσει να βγεις στην παρανομία, να κρύβεσαι, ότι είσαι στο στόχαστρο συνέχεια, ότι σε κυνηγούν και για αυτό βγήκες στη παρανομία. Πιστεύουμε ότι φτιάχνοντας μια παράνομη οργάνωση, ένα κίνημα στη παρανομία δεν είναι μια κίνηση αμυντική, αλλά μια βάση για να μελετήσουμε, να σκεφτούμε, να επιβιώσουμε. Μια βάση από την οποία αγωνιζόμαστε όχι μόνο στα πρώτα στάδια του αγώνα, όπου ο αγώνας είναι επιλεκτικός και περιορισμένος αλλά και στην πορεία του καθώς εξελίσσεται και μεγαλώνει. Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων αφοσιωμένων μεταξύ μας. Έχουμε αποφασίσει να μελετάμε μαζί, να συζητάμε για το τι είναι σωστό ή λάθος, να αποφασίζουμε όλοι μαζί για το τι θα κάνουμε και τελικά να το πραγματοποιούμε. Είναι ο μοναδικός τρόπος να μάθουμε αν αυτό που αποφασίσαμε ήταν σωστό ή λάθος. Δημιουργηθήκαμε μέσα από μαζικές κοινωνικές καταστάσεις. Η επαναστατική μας συνείδηση ήταν αποτέλεσμα του να μεγαλώνεις στην εποχή της ατομικής βόμβας. Είμαστε αυτοί που είμαστε επειδή έκαναν ομιλίες ο Μάλκομ Χ και ο Χέραπ Μπράουν. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την ιδιαιτερότητα του δικού μας αγώνα ενώ παράλληλα αισθανόμασταν δεμένοι με τις ιδιαιτερότητες του κάθε αγώνα. Ένα τέτοιο ιστό θέλαμε να πλέξουμε…
Κάναμε αρκετά λάθη αλλά δεν είμαστε τρομοκρατική οργάνωση. Είναι ανεύθυνο να κάνει κανείς τέτοιες κατηγορίες. Σίγουρα έχουμε κάνει λάθη. Είναι επίσης σίγουρο πως οι μερικές εξεγέρσεις δεν οδηγούν αυτόματα στην επανάσταση. Το να ισοπεδώνεις, να διαχωρίζεις ή να μεγαλοποιείς αυτά τα πράγματα και να λες «αυτό είναι» σημαίνει ότι ξεχνάς πως έχασες κάποια γεγονότα, ότι έχεις κάνει κάποια λάθη και μ’ αυτόν τον τρόπο απογυμνώνεις την επανάσταση. Αυτό το γεγονός είναι μια ολόκληρη διαδικασία και η διαδικασία είναι το παν, είναι αυτό που μας αφορά. Πιστεύουμε στην αυτοκριτική. Πιστεύουμε πως είναι ένας βασικός τρόπος για να προωθηθεί η επανάσταση. Πρόκειται για έναν αγώνα που κορυφώνεται και μετά σταματάει και αναδιπλώνεται που μαθαίνει από τα λάθη του και ξαναχτυπά.
Φόβο; Ναι! Το πιστεύω για όλους μας, το γνωρίζω για μένα. Κάθε φορά που βλέπω έναν μπάτσο, νοιώθω μέσα μου την αδρεναλίνη, παίρνω αμυντική στάση, με την έννοια που ισχύει στις πολεμικές τέχνες, όχι δηλαδή θέση μάχης αλλά θέση ετοιμότητας, υπενθυμίζω στον εαυτό μου ποιος είμαι, πως με λένε, διάφορους αριθμούς, πού πηγαίνω, πού ήμουν, περίεργος τρόπος να ζει κανείς. Νευρικός; Ξυπνάς το πρωί κι αναρωτιέσαι: πόσες φορές θα είμαι σήμερα νευρικός; Κάθε μέρα έτσι είναι… Έχουμε μια πολύ ισχυρή ηθική σε σχέση με το φόβο. Είναι πάντα ένα θέμα ανοικτό. Όταν κάποιος φοβάται, έχει υποχρέωση να το αναφέρει, γιατί συχνά ο φόβος είναι πραγματικός και αργότερα θα διαπιστώσουμε αν ισχύει ή όχι. Αυτό που μπορούμε να πούμε για το φόβο είναι ότι εξαιτίας της φύσης της κοινωνίας πολύς κόσμος βρίσκεται συνέχεια σε επιφυλακή. Το κράτος είναι παντού, το χαρακτηρίζει η σκληρότητα και η εκμετάλλευση. Είχα πολύ περισσότερους φόβους καθώς μεγάλωνα μέσα στη κοινωνία, παρά τώρα. Τώρα ο φόβος είναι πραγματικός, δεν είναι παράνοια, δεν είναι μύθος, δεν είναι ο φόβος του αγνώστου. Έχει επιβληθεί στους ανθρώπους να αναπτύσσουν μη- πραγματικούς φόβους. Στην παρανομία πρέπει να υπάρχει υψηλός βαθμός αφοσίωσης μεταξύ μας, ακόμα κι όταν διαφωνούμε, γιατί βρισκόμαστε στη γραμμή του πυρός και η δυνατότητα να ζήσουμε μια φυσιολογική ζωή δεν υπάρχει πια.
Δεν υπάρχει ένας τρόπος να αντιστέκεσαι. Στην πραγματικότητα, για να είναι επιτυχημένος ο αγώνας, πρέπει να έχει ένταση και διάρκεια κι αυτό σημαίνει να χτίζεις μια διαδικασία αγώνα που θα διαρκέσει μια ζωή, όχι μόνο μια μοναδική πράξη ή μια μοναδική ηθική δήλωση αλλά μια συνεχή και σταθερή αφοσίωση.
Οι επαναστατικές δυνάμεις έχουν υποχρέωση να είναι τελείως ειλικρινείς με τους εαυτούς τους. Να μην θεωρούν ότι είναι πιο ισχυρές απ’ ότι πραγματικά είναι και ταυτόχρονα να έχουν μια σαφή εκτίμηση των δυνάμεων αλλά και των αδυναμιών του εχθρού ώστε να μη φοβούνται να δράσουν. Υπάρχει μια σημαντική σχέση ανάμεσα στο όραμα για την επανάσταση, για το μέλλον και στην αντίληψη των δυνατοτήτων των ανθρώπων και της δουλειάς που πρέπει να γίνει προκειμένου όλα αυτά να πραγματοποιηθούν χωρίς να προσπερνάς καταστάσεις. Η οργάνωση και η ενότητα των ανθρώπων, η σφυρηλάτηση των αναγκών τους, η κατάρτιση ενός επαναστατικού προγράμματος, ο εντοπισμός του εχθρού.
Η επανάσταση γίνεται επανάσταση όταν οι άνθρωποι γίνονται άνθρωποι για τον ίδιο τους τον εαυτό.»
Επειδή την άποψη μας για τη δικαιοσύνη, την έχουμε εκθέσει σε αρκετά κείμενα, αρκεί να πούμε πως δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις ζωές μας στην κρίση κανενός αρρωστημένου ανακριτή και δικαστικού, πιόνια και έμψυχες αποτυπώσεις μιας ολοκληρωτικής, νομολαγνικής κοινωνικής μηχανής που καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οπότε δεν μας ήταν καθόλου εύκολο το να κάνουμε χωρίστρα το μαλλί και να πάμε ένα ωραίο πρωινό, επικυρώνοντας την παντοδυναμία τους και να τους χαρίσουμε τα σώματα μας, για να τα στριμώξουν σε κάποια φυλακή ή έστω να τα ρυθμίσουνε σε μια 15ημερη παρουσία σε κάποιο τμήμα.
Πιστεύαμε και ακόμα πιστεύουμε πως υπάρχει μια τεράστια διαφορά από το να παραδίνεσαι και από το να πιάνεσαι αιχμάλωτος και το ότι –ακόμα και για 90 ημέρες- αρνηθήκαμε την παράδοσή μας, όντας έτοιμοι να τους θυμίσουμε πως ήταν η δικιά μας σειρά να ρίξουμε τα ζάρια, ήταν μια επιλογή δύσκολη, από αυτές όμως που ΠΡΟΦΑΝΩΣ άξιζαν το κόπο και από την οποία θα είχαμε να πάρουμε πολλά περισσότερα, αν δεν καθόταν μια ανεπανάληπτη «καλή» στην αντιτρομοκρατική, η οποία, ως συνήθως διέρρεε στα Μ.Μ.Ε. περί ανώνυμων τηλεφωνημάτων «γειτόνων» αλλά και ανύπαρκτων συνομιλιών μας με άλλους αναρχικούς καταζητούμενους οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ στη δικογραφία.
Από την άλλη…
«Το πολύμορφο σημαίνει έστω νοηματικά σύνθεση. Όσοι εξωστρεφείς πόλοι, τόσα όπλα. Όσες περισσότερες τακτικές παρέμβασης και γλώσσες προπαγάνδας γνωρίζουμε, τόσο καλύτερα. Δεν χρειάζεται ο καθένας να περπατά με την ταμπελίτσα της ειδίκευσης του στο κούτελο, αντιθέτως χρειάζονται πολλαπλές ειδικεύσεις δίχως καμιά από αυτές να ανταγωνίζεται για την πρωτοκαθεδρία. Άλλωστε για τη κατανομή ρόλων και επίπλαστων ταυτοτήτων έχει φροντίσει ο καπιταλισμός. […] Δεν κάνουν τα όποια μέσα τους επαναστάτες. Οι πράξεις δεν μιλάνε από μόνες τους. Συμβαίνει η φωτιά να κάψει μόνο εσένα και το μελάνι να λιμνάζει στα χέρια σου. Τα μέσα από μόνα τους δυστυχώς παράγουν και μια εφήμερη εικόνα. Εμείς τους δίνουμε νόημα, προσανατολισμό και υπόσταση. Εμείς τους δίνουμε τη διαχρονικότητα που τους αναλογεί. Εδώ το κάθε υποκείμενο οφείλει να λειτουργήσει οργανικά. Ο καθένας με την παρέα του, με τους πολιτικά οικείους του, να δημιουργήσει ζωντανές εστίες. Η κάθε μάχη ενδυναμώνει και ενδυναμώνεται από την αλληλοτροφοδοσία, από τη σύνθεση του ετερόκλητου βιτρό που το κάθε ένα κομμάτι διατηρεί την ιδιαιτερότητα του χρώματος και της αιχμής του. Η ευθύνη μας δεν αυτοϊκανοποιείται στην επιβεβαίωση της ύπαρξής μας αλλά στη συμμετοχή, στην αυτενέργεια και την πραγματική επικινδυνότητα που μπορεί να διαθέσει προς την καθολική ανατροπή του συστήματος…»
Έχουμε βέβαια παρατηρήσει και έναν ελαφρύ εξωραϊσμό πάνω στην επιλογή του να ζει κανείς με ψεύτικα στοιχεία (καταζητούμενος ή όχι) που πηγάζει και από τις διαφορετικές οπτικές που αφορούν τον αγώνα και τις μορφές πάλης που ο καθένας προκρίνει και χρησιμοποιεί. Και θα θέλαμε να διευκρινίσουμε μερικά πράγματα.
Προφανώς το να παραμένεις ελεύθερος όταν έχει εκδοθεί κάποιο ένταλμα σύλληψης είναι το πιο βασικό αλλά πολλές φορές τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, ειδικά σε υποθέσεις συντρόφων και συντροφισσών που δεν είχαν διωχθεί με επαρκή στοιχεία από τις αρχές. Η φυγοδικία συνεπάγεται μια γλυκιά μοναξιά, σπάνια υπάρχει η ψυχολογική/ υλική ετοιμότητα για αυτή την κατάσταση κάνοντας πιο βαρύ το φορτίο που πρέπει να σηκωθεί (να γιατί οφείλει να δημιουργηθεί ένα ισχυρό παράνομο δίκτυο) ενώ τα στοιχεία των αρχών που σε περιπτώσεις είναι ανεπαρκή έχουν κάνει δεκάδες συντρόφους και συντρόφισσες, να καταφέρουν να απελευθερωθούν αμέσως ή λίγο καιρό μετά την εμφάνισή τους, χωρίς κάτι τέτοιο να τους κάνει λιγότερο επαναστάτες. Ταυτόχρονα, οι ανάγκες του αγώνα, οι ατομικές προτιμήσεις ή και αντοχές του κάθε συντρόφου και της κάθε συντρόφισσας ανά περίοδο, το ζύγισμα της κάθε κατάστασης που παρουσιάζεται μπροστά μας, δεν μπορούν να απαντιούνται δογματικά και με μόνιμες/ έτοιμες λύσεις. Απέναντι στην καταστολή άλλωστε πολλές φορές η ευελιξία είναι εξίσου απαραίτητη με την ολομέτωπη σύγκρουση. Το πώς, το πού, το πότε της κάθε επιλογής του κάθε ατόμου, επαφίεται στο ίδιο και στις προτεραιότητες που βάζει γύρω από τη συμμετοχή του στον αγώνα και όχι σε κάποια αόρατη επιτροπή «επαναστατικής» ορθότητας.
Και μαζί με έναν υπερθεματισμό της φυγοδικίας, έχει υπάρξει και ένας υπερθεματισμός του αντάρτικου, (όπως αντίθετα έχει υπάρξει και μια απαξίωσή τους).Ταυτόχρονα, η υπαρξιακή χροιά της σύγκρουσης με το κράτος, δεν είναι και το μόνο που πρέπει να μας αφορά. Το αντάρτικο πόλης, όπως και η φυγοδικία πέρα από την αποτύπωση που αφήνουν στο άτομο, τις σκέψεις και την ψυχολογία του (κάτι που δεν χωρά να περιγραφεί σε δεκάδες σελίδες και σε χιλιάδες λέξεις), είναι ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΥΝΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ.
Είναι στρατηγικές επιλογές ενός αγώνα που συναποτελείται και δεν ιεραρχεί το αντάρτικο, τα μπάχαλα, τα σαμποτάζ αλλά και τις καταλήψεις, τα μοιράσματα κειμένων, τις δημόσιες παρεμβάσεις, τις συγκεντρώσεις αντιπληροφόρησης, τις πορείες. Και όλα τα τελευταία δεν μπορεί κάποιος να τα βιώσει, τουλάχιστον με την ίδια ευκολία άμα είναι φυγόδικος, ενώ ταυτόχρονα το να ζει κάποιος στην «νομιμότητα» ίσως να του αφήνει κενά ασφαλείας, που πιθανόν να αποδειχθούν καθοριστικά, άμα θελήσει να περάσει στην αντάρτικη σύγκρουση με τον εχθρό.
Έτσι και για εμάς το αντάρτικο πόλης είναι μια από τις μορφές πάλης που έχουμε ενδιαφερθεί να αναπτύξουμε και όχι η μοναδική επιλογή που πήραμε στη ζωή μας, κάτι που ισχύει και με την φυγοδικία. Σαν άτομα νοιώθουμε μια σχετική ολοκλήρωση γιατί τα βιώματα μας περιελάμβαναν μια γκάμα από επιλογές. Νοιώθαμε γεμάτοι κάθε φορά που κολλούσαμε μια αφίσα και βλέπαμε αργότερα έναν πιτσιρικά να την διαβάζει, νοιώθαμε γεμάτοι όταν μοιράζαμε ένα κείμενο που δεν πετιόταν κάτω και έδινε ερέθισμα σκέψης σε κάποια άλλη διαδηλώτρια, όπως νοιώθαμε γεμάτοι όταν γινόμασταν βίαιοι, τις νύχτες και τις μέρες που οι πόλεις δεν απολάμβαναν την απαιτούμενη ησυχία. Και νοιώθαμε εξίσου γεμάτοι, όχι γιατί η καρδιά μας σε όλες τις περιπτώσεις χτυπούσε το ίδιο γρήγορα, αλλά γιατί μας γέμιζε η ίδια η εξέλιξη του αγώνα για την ελευθερία, που ξέρει καλά να μεταμορφώνεται, να ελίσσεται, να γίνεται ουσιαστικός.
Όλες οι απελευθερωτικές πρακτικές που έχουν κατατεθεί εμπειρικά από γενιά σε γενιά σκλάβων, είτε πρόκειται για την συνάντηση και την οργάνωση τους, είτε πρόκειται για τις επιθέσεις που πραγματοποιούν απέναντι στα αφεντικά «είναι ενέργειες σημαντικές όσο και αόρατες, ίδιες η μία με την άλλη που αυξομειώνονται, ανεβοκατεβαίνουν, μπαινοβγαίνουν σε τούτα τα σκοτάδια και σιγά σιγά αλλάζουν τον κόσμο από τα μέσα προς τα έξω, από τα κάτω προς τα πάνω. Η κοινωνία μόλις που υποψιάζεται το υπόγειο αυτό σκάψιμο, που ενώ δεν την πειράζει στην επιφάνεια, στον φλοιό, της αλλοιώνει τα σπλάχνα. Ανάλογες με τις υπόγειες στοές είναι και οι εργασίες και τα αποτελέσματά τους. Από τα επίμονα τούτα σκαψίματα βγαίνει το μέλλον.»
Και αφού έχουμε την αντίληψη πως δεν πρέπει τεμαχίζουμε τον αγώνα μας, οφείλουμε και να μην τον αποκόπτουμε από την κοινωνική ζωή (όσο γίνεται βέβαια σε σχέση με τα κενά ασφαλείας που αυτό μπορεί να αφήνει). Γιατί ακόμα κι αν ένας εμπρησμός, ένα σαμποτάζ, μια βόμβα, γεννούν ερεθίσματα για σκέψη μεταλλάσουν και πολώνουν –στιγμιαία- κομμάτι του κοινωνικού σώματος, πυροδοτούν δυο χαμόγελα ή δυο σιχτιρίσματα, δεν είναι πάντα το ίδιο αποτελεσματικά.
Εξηγούμαστε: πιστεύουμε πως οι λεπτομέρειες της κάθε επιθετικής ενέργειας (ιστορική/ κοινωνική συγκυρία, χώρος και χρόνος που εκδηλώνεται μέσα στη μητρόπολη) και κατ’ επέκταση ο λόγος που τη συνοδεύει, δημιουργεί μια ποιοτική διαφορά σχετικά με τα αποτελέσματα που έχει η ενέργεια αυτή. Τόσο σχετικά με την ίδια την επιρροή της ως εχθροπραξία απέναντι στην μηχανή, όσο και κυρίως ως μήνυμα ενότητας και ως οικειοποιήσιμο απελευθερωτικό πρόταγμα απέναντι στις κατακερματισμένες ανθρώπινες κοινότητες . Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, για να υπάρξει δηλαδή το μέγιστο δυνατό ερέθισμα/ προσκλητήριο για συνενοχή, δεν αρκεί η στρατηγική που η κάθε ομάδα/ οργάνωση θα θέσει, αλλά κυρίως χρειάζεται η επαφή.
Η επαφή με τον άρρυθμο κοινωνικό παλμό που θέλουμε να επιταχύνουμε, με τη ρυθμισμένη κοινωνική ζωή που θέλουμε να χαώσουμε, με το κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα απέναντι στο οποίο μπορεί να ασκούμε κριτική ως μια ακόμη μέθοδο για να το πολώσουμε.
Ας είμαστε ρεαλιστές και ας αφήσουμε τους ανεμόμυλους στην ησυχία τους. Ο πόλεμος που έχουμε κηρύξει στο κράτος και στην κοινωνία του δεν πρόκειται να κερδηθεί ανατινάζοντας απλά τα κτίρια τους ή καίγοντας τις υποδομές τους. Θα κερδηθεί όταν παρόμοιες πράξεις, εκδηλώνονται χειρουργικά επιφέροντας τους σύγχυση και πλήγματα, την ίδια στιγμή που θα καταφέρνουν να προκαλούν κι άλλους εξεγερμένους να τις πραγματοποιήσουν ως αναγκαίες για την απελευθέρωση της ζωής και την εξάλειψη του κρατικοκαπιταλιστικού εργοστασίου μεταφέροντας και αντικατοπτρίζοντας αλληλέγγυες σχέσεις και επαναστατικά προτάγματα.
Το τι βιώνουμε όλα τα χρόνια που έχουμε πέσει με τα μούτρα στον αγώνα είναι σίγουρα κάτι το μοναδικά όμορφο και ίσως να αρκεί για όσες φορές τα φάγαμε ή θα τα ξαναφάμε, αλλά πάει καιρός που άρχισε να μας ενδιαφέρει το πώς θα γίνουμε πιο ουσιαστικοί στον πόλεμο που συμμετέχουμε. Και που θέλουμε να καταλήξουμε με όλα αυτά;
Στο ότι είναι σημαντικό κάτω από κάθε συνθήκη που θα βρεθούμε να παίρνουμε το ρίσκο και να έχουμε τη θέληση και την εξυπνάδα, να είμαστε παντού, μέσα σε όλα, γνήσια παιδιά των ανέμων αλλά ταυτόχρονα βράχοι στα πιστεύω μας, βράχοι που λαξεύονται από τα κύματα των κοινωνικών συγκρούσεων (πως θα αποκτήσουμε αλλιώς αιχμές;) και δεν βρίσκουν ασφάλεια σε ιδεολογικές σπηλιές τις οποίες δεν βλέπει το φως της ιστορίας. Ιστορίας, που μας περιμένει να της αλλάξουμε τη ρότα (ή τα φώτα).
Στο ότι υπήρχε κάτι που φοβηθήκαμε πιο πολύ από κάθε τι άλλο όσο ήμασταν παράνομοι, όσο τώρα είμαστε στη φυλακή. Φοβηθήκαμε ότι χάνουμε την επαφή με τα όσα συμβαίνουν έξω και γύρω μας, είναι η –άθελά μας- δημιουργία μιας κλίκας που έχει -ή της έχουν- χτίσει ψηλά τείχη γύρω της και ξερνάει αναμασημένα ιδεολογήματα χωρίς να είναι σε θέση να αφουγκραστεί: τόσο τον διάχυτο φασισμό που υπάρχει στις πόλεις, όσο και το διάχυτο μίσος που εκφράζεται απέναντι σε κράτος και καπιταλισμό τις μέρες των γενικών απεργιών, τόσο τις σιωπές που υπάρχουν, όσο και τις αρνήσεις που τώρα ξεπηδούν, τόσο τις πιθανότητες περαιτέρω υποδούλωσης της ζωής, όσο και τη δυνατότητα της ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ: όσοι επαναστατούν εναντίον του κοινωνικού πραξικοπήματος οφείλουν να ρίχνουν στο πεδίο της μάχης ισάξια με τη λύσσα, την αφοσίωση, τη βία, τη συνείδηση, τις σχέσεις συντροφικότητας κι αλληλεγγύης και το όπλο της διαλεκτικής προσέγγισης των συνθηκών και των συγκυριών που μας περιτριγυρίζουν, κάτι που χρειάζεται τριβή μαζί τους.
Η ιδεολογία καραδοκεί να αφομοιώσει όσους και όσες αρνούνται ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και τ’ αυτιά τους, όσους και όσες αρνούνται ν’ αγγίξουν και μετέπειτα ν’ αναλύσουν την πραγματικότητα που θέλουν να καταστρέψουν.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα όμως, οφείλουμε να βρίσκουμε τους τρόπους να παραμένουμε επίκαιροι, να στηρίζουμε με κάθε τρόπο όσους αδερφούς και όσες αδερφές μας φυγοδικούν (και μια κουβέντα, κάποια καινούρια μπροσουράκια ή ένα ασφαλές καταφύγιο για μία μέρα, πολλές φορές είναι αρκετά), να παραμένουμε σε διαρκή αλληλεπίδραση με όσα συμβαίνουν γύρω μας, να απομυθοποιήσουμε τον δρόμο του αντάρτικου και της φυγοδικίας, για να γίνει τελικά πιο προσιτός σε όσους τους επιλέξουν, να κατανοήσουμε πως η ίδια η αναρχική επανάσταση πραγματώνεται ταυτόχρονα από έναν ολόκληρο γαλαξία μορφών πάλης, τακτικών, επιλογών αγώνα, τόσων, όσων και των ατόμων που την ονειρεύονται και πράττουν για την πραγματοποίησή της.
Σταθερότητα στις κοινωνικές συνθήκες, στις ατομικές επιθυμίες και προτεραιότητες δεν υπάρχει και άρα σταθερή δεν πρέπει να είναι και η επιλογή μας μπροστά στο δίλλημα της ζωής και του αγώνα με νόμιμα ή παράνομα στοιχεία και μέσα πάλης.
Δίλλημα σημαντικό, από τα πιο σημαντικά, που όμως κρύβεται πίσω από ένα ερώτημα, πρωτεύων και πιο ουσιαστικό: Επαναστατική δράση μέσα από μια κλειστή κι αποκομμένη ένοπλη οργάνωση, επαναστατική δράση μέσα από ανοιχτή και νόμιμη δράση ή επαναστατική δράση μέσα από ένα χαοτικό δίκτυο πυρήνων, ομάδων, υποδομών, οργανώσεων, νόμιμων και παράνομων, δημόσιας και ένοπλης δράσης, ανοιχτού αλλά και συνωμοτικού τύπου;
ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
«Ξέρω πως υπάρχουν ατέλειωτες ακρογιαλιές και δέντρα μές στη θάλασσα. Κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα. Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει να αλλάξουμε τον κόσμο. Κι αυτό δε γίνεται με εξοχή. Το ‘χαμε πει αυτό. Ψάχναμε να βρούμε όπλα. Ξέραμε πως όλοι πεθαίνουνε, αλλά υπάρχουν θάνατοι που βαραίνουν γιατί διαλέγουν οι ίδιοι τον τρόπο. Κι εμείς αποφασίσαμε: Τον θάνατο στο θάνατο γιατί αγαπάμε πολύ τη ζωή.»
Έχοντας λοιπόν δώσει την απάντηση μας στο παραπάνω ερώτημα και μένοντας συνειδητά κι αμετανόητα μακριά, τόσο από αυτούς που προτείνουν μια απάντηση ειρηνικού αγώνα απέναντι στις διαρκείς πολεμικές υπενθυμίσεις των αλυσίδων μας που παίρνουμε από το καθεστώς, όσο κι απ’ όσους αναλώνονται στη προσωπική στρατιωτική τους σύγκρουση με το κράτος και στη δική τους μοναδική αλήθεια, αξίζει να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα του εξοπλισμού του αγώνα μας, απόρροια και εξέλιξη του συνειδησιακού ατομικού/ συλλογικού μας εξοπλισμού μέσα στις κοινότητες δράσης που αναπτύσσουμε.
Ακόμα κι αν τα δύο όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό μπροστά στα κάθε λογής όπλα που οι εξεγερμένοι ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν (στην Ελλάδα μόνο βρέθηκαν πάνω από 50 όπλα σε χέρια αναρχικών τα τελευταία χρόνια), πιστεύουμε πως οφείλουμε να εξηγήσουμε το τι μας έκανε να τα ψάξουμε και να τα βρούμε.
Ο καθρέφτης, μας παρουσιάζει τη μία όψη: ήμασταν καταζητούμενοι, πάνοπλοι εκαμίτες και αντιτρομοκρατικάριοι μας συνέλαβαν, πάνοπλοι μπάτσοι έχουν γεμίσει ασφυκτικά τους δρόμους της πόλης πυροβολώντας όχι σπάνια όποιους αρνούνται να υποβληθούν σε έλεγχο, η αντάρτικη χροιά του αγώνα εγκυμονεί πάντα το ρίσκο μιας συμπλοκής (πυροδοτούμενης ανάλογα με το ποιος θα την προκαλέσει) και οφείλαμε να ετοιμαστούμε για όλα αυτά τα ενδεχόμενα ως άτομα αλλά και ως μια αποφασισμένη συντροφιά.
Την πρώτη σφαίρα όμως τη ρίξαμε στον ίδιο τον καθρέφτη και αρχίζοντας να ψηλαφίζουμε εκ νέου τις ζωές και τις επιλογές μας και να συνθέτουμε την περιπέτεια μας με τις πολλές μικρές και μεγάλες περιπέτειες που οικοδομούν τον αναρχικό αγώνα, μάθαμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο και μέσα από τα μάτια των άλλων, μάθαμε ότι αυτό που μετράει σε όσα ζούμε δεν είναι μόνο η εικόνα μας ιδωμένη από εμάς και για εμάς, αλλά η ουσία μας ως αλληλένδετο κομμάτι της ουσίας όσων επαναστατούν ενάντια στη διάχυτη δουλεία, ως αλληλένδετο κομμάτι της ουσίας της απάντησης στο ερώτημα για το πώς θα καταστρέψουμε το κράτος και θα αποδομήσουμε τη μαζική κοινωνία.
Οπότε σε μια απόπειρα να διαβαστούν τα όσα γράφουμε από ανθρώπους που ίσως να μην έχουν ακόμα γνωρίσει την προοπτική της αναρχικής (ένοπλης και μη) δράσης, θέλουμε να θέσουμε το ζήτημα του εξοπλισμού όχι τόσο στο επίπεδο της αυτοπραγμάτωσης, της ανάγκης για αυτοπροστασία στον πόλεμο που βιώναμε ως παρέα με τα γουρούνια, αλλά στο επίπεδο που τόσο οι εποχές όσο και εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να μπει.
Σίγουρα, όταν περπατάς οπλισμένος/ οπλισμένη, η καρδιά σου χτυπάει σε διαφορετικούς ρυθμούς, τα μάτια σου χαρτογραφούν και την παραμικρή κίνηση, το μυαλό σου αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται στον ελάχιστο χρόνο τις μέγιστες πληροφορίες και κάθε φορά που γυρίζεις ζωντανός (είτε απλά βγάζοντας την καθαρή μια ακόμη μέρα, είτε επιτυγχάνοντας το σχέδιο που είχες θέσει) τα συναισθήματα οξύνονται και οι σχέσεις με τους ανθρώπους που μοιράζεστε όλο αυτό το λούκι γίνονται από τις πιο ουσιαστικές που είχες στη ζωή σου. Και σίγουρα ξέρεις πως οπλοφορώντας ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθείς στο πεζοδρόμιο νεκρός, μα συνεχίζεις χαμογελώντας γιατί νοιώθεις την ένταση του αγώνα να σε πλημμυρίζει. Νοιώθεις ότι το όπλο σου εκτός από τη δική σου ζωή, προασπίζει την έννοια της ζωής από ένα σύστημα που παράγει μαζικούς θανάτους με τις νάρκες που τοποθετεί στα σύνορα και διαμελίζουν τα κορμιά των μεταναστών, με τις σφαίρες των αστυνομικών περιπολιών που σφηνώνονται σε κορμιά εφήβων και μικροπαραβατικών, με τα εργατικά ατυχήματα στους χώρους δουλειάς, με τις αυτοκτονίες που γεννά η κενότητα νοήματος ζωής που προβάλει στις διαφημίσεις του, με τους επεκτατικούς πολέμους που υπερασπίζουν την κεφαλαιακή επέκταση σε εκμεταλλεύσιμα και κερδοφόρα εδάφη.
Όμως η στόχευση, το επίκεντρο, η ουσία του εξοπλισμού είναι αλλού. Ο εξοπλισμός είναι για εμάς, πρώτα και κύρια, μια απαραίτητη συνθήκη για το αντάρτικο πόλης και για την επανάσταση διαρκείας, αλλά και μια αναγκαία επιλογή για την προάσπιση των ζωών, των κοινοτήτων, του αγώνα μας όταν σε κάποια στάδια της βίαιης σύγκρουσής του με τη μηχανή, βρεθεί αντιμέτωπος με ελεύθερους σκοπευτές, οπλισμένους φασίστες και τανκς, και όχι μόνο με δακρυγόνα και γκλομπς.
«Η ιδέα, σύμφωνα με την οποία, η ίδια η επαναστατική δράση, ακόμα το γεγονός ότι εξοπλιζόμαστε, ότι προετοιμαζόμαστε, ότι εφοδιαζόμαστε, το γεγονός που μας κάνει να προβαίνουμε σε πράξεις που παραβιάζουν την μπουρζουαδική νομιμότητα –δημιουργεί μια συνείδηση, μια οργάνωση και επαναστατικές συνθήκες.»
Μπορεί βέβαια ο εξοπλισμός κομματιών της επαναστατικής κοινότητας να αποτελεί πρώτα και κύρια ζωτικό στοιχείο της απαιτούμενης για τον διαρκή επαναστατικό πόλεμο, ετοιμότητας, αποτελεί όμως και στοιχείο ζωτικής σημασίας για τη διεξαγωγή του ίδιου του πολέμου στο χθες, στο σήμερα, στο αύριο. Γιατί αυτό;
Επειδή η διεξαγωγή του ενδοκοινωνικού εμφυλίου πολέμου βρίσκει αντίκρισμα στην έμπρακτη υλοποίηση της επιθετικής ενάντια στο καθεστώς, συνείδησης και πρακτικής που δομείται από τις κοινότητες των επαναστατών. Και η επανάσταση ενάντια στο καθεστώς πραγματώνεται με κάθε διατιθέμενο μέσο, από αφισοκολλήσεις και σπρέι που την προπαγανδίζουν ως τα σπασίματα βιτρινών με βαριοπούλες και τις επιθέσεις στις δομές και τα σύμβολα του.
Οι προοπτικές που ανοίγει η ένοπλη δράση
Κάθε μέσο που επιλέγεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ενάντια στο καθεστώς, επιτελεί –προφανώς- ξεχωριστό ρόλο στο συνολικότερο αγώνα και στην έκβαση των μαχών και των συγκρούσεων του ενδοκοινωνικού εμφυλίου πολέμου. Όμως, πριν κάποιος επαναστάτης επιλέξει να ριχτεί με οποιοδήποτε τρόπο στις επαναστατικές διαδικασίες, οφείλει, πέρα από το να προσδιορίσει με μία –πρώτα και κύρια- εσωτερική διαδικασία, ο ίδιος, τον ξεχωριστό ρόλο που μπορεί να επιτελέσει με την επιλεγμένη μέθοδο αγώνα στο ΤΩΡΑ, να αντιληφθεί αλλά και να στοχοθετήσει τις προοπτικές που μπορεί να προσδώσει με τη δράση του, στη συνολικότερη αναρχική δράση.
Μιλώντας όμως για την ένοπλη δράση κι αφού δεχτούμε ότι προφανώς είναι μια επιλογή που αναβαθμίζει το επίπεδο της κοινωνικής σύγκρουσης για όποιον την επιλέγει, είναι εξίσου προφανές ότι αναβαθμίζει και το συνολικότερο επίπεδο της σύγκρουσης. Έτσι η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς που τώρα μπορεί να αποτελεί σποραδικά κτήμα ατομικοτήτων και κάποιων οργανώσεων, εφ’ όσον πραγματοποιείται, χτίζει μια βάση για το μέλλον, πάνω στο οποίο μπορεί να διευρυνθεί το πεδίο των υποκειμένων που θα επιλέξουν να πιάσουν τα όπλα, μετέχοντας στον αναρχικό επαναστατικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα όπως γίνεται και με κάθε άλλο μέσο, διευρύνεται δυνητικά και το κοινωνικό πεδίο στο οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένοπλη αντιπαράθεση. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς στο τώρα, μας φέρνει πιο κοντά σε ένα κρίσιμο σημείο αντιπαράθεσης στο αύριο.
Η θέση της ένοπλης σύγκρουσης με το καθεστώς στη σύγχρονη επαναστατική διαλεκτική
Για να μπορέσει ένας επαναστάτης να καταστρώσει μια ευρύτερη στρατηγική, έναν σχεδιασμό σε αδρές γραμμές πάνω στον οποίο θα κινηθεί προκειμένου να κηρύξει πόλεμο και να δράσει στα πλαίσια αυτού, πρέπει να είναι σε θέση διαρκώς να αντιλαμβάνεται τις συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματώνεται η δράση του. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να εντοπίσουμε εκείνα τα χαρακτηριστικά που δομούν τις κοινωνικές συνθήκες γύρω μας και ταυτόχρονα μας επηρεάζουν τόσο, όσο επηρεάζουν και την ίδια τη δράση μας.
Κι από πού αλλού να ξεκινήσουμε αν όχι από το ανάλογο με την εξελικτική πορεία της καταστολής, μεγάλο πλήθος φυλακισμένων και διωκόμενων για διάφορες υποθέσεις που αφορούν την ευρύτερη επαναστατική κοινότητα. Αυτό το κατασταλτικό big bang που ακολούθησε έπειτα από το ‘08 και εξελίσσεται διαρκώς τροφοδοτούμενο από τις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες που γεννά ο καπιταλισμός και κάνουν την ατμόσφαιρα τεταμένη με μια συνεχή απειλή πολέμου να πλανάται στον αέρα.
Η κυριαρχία αποφάσισε τα τελευταία χρόνια να ξεμπερδεύει με τα ενοχλητικά στοιχεία που επιχειρούν να διασπείρουν συνειδητά συνθήκες ανομίας στο εσωτερικό του κοινωνικού σώματος. Πρώτα ήρθε η προπαγάνδα, η συστηματική προσπάθεια συντηρητικοποίησης του κοινωνικού σώματος και η ταυτόχρονη λάσπη πάνω στην αναρχική θεώρηση και πρακτική, ακολούθησε ο τεμαχισμός, ο διαχωρισμός μεταξύ ένοπλων-κινηματιών, μεταξύ βίαιων και μη διαδηλωτών, πράγμα που έγινε σχετικά εύκολα πατώντας πάνω στις εσωτερικές έριδες που εκδηλώνονταν στους κόλπους των κοινοτήτων μας, και μετά μίλησαν οι πράξεις. Έτσι από το 2009 μέχρι το 2011 ξεκίνησε ένα μπαράζ χτυπημάτων ενάντια στις αναρχικές/ επαναστατικές κοινότητες με διαρκείς συλλήψεις και φυλακίσεις αναρχικών που κατηγορήθηκαν για την έμπρακτη και δυναμική επιθετική δράση τους ενάντια στη μηχανή, για να συνοδευτεί με μια καταδρομική επιχείρηση από διώξεις και προφυλακίσεις -άσχετων με το κατηγορητήριο- φίλων και συντρόφων άλλων κατηγορούμενων, ενώ ταυτόχρονα αστυνομικές καταλήψεις και διάχυση του εμπορίου πρέζας πραγματοποιήθηκαν σε σημεία όπως τα Εξάρχεια στην Αθήνα και η Ροτόντα στη Θεσσαλονίκη για να σπάσουν τα φαινομενικά καθεστώτα ανομίας που επικρατούσαν στις εκεί περιοχές. Με το πικρό κερασάκι της κατασταλτικής τούρτας, να περιλαμβάνει πλέον εισβολές, επιθέσεις και εκκενώσεις σε καταλήψεις και στέκια από κρατικούς και παρακρατικούς φορείς, ενώ η ένταση της καταστολής των πορειών ανέβηκε αντίστοιχα με τις συγκρουσιακές διαθέσεις των συμμετεχόντων σε αυτές.
Οι κρατικοί φορείς, τα γουρούνια με τις μπλε στολές, είναι οι ίδιοι που πλέον έχουν κατακλύσει τους δρόμους των αστικών κέντρων και υιοθετώντας ένα μάτσο ύφος τη πέφτουν σε κάθε άτομο που αντιβαίνει στον κυρίαρχο καθωσπρεπισμό (χωρίς αναγκαστικά να παραβαίνει τους νόμους), σε κάθε πιτσιρικά που μπορεί να την «πίνει», σε κάθε μετανάστη που λυμαίνεται τη φιλοξενία του «έθνους» και πρέπει να φιλοξενηθεί τελικά σε κάποιο από τα νεόδμητα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αναδύεται έτσι μια συνθήκη άκρατης ανελευθερίας που υπενθυμίζοντας τη φύση του κράτους, επιδιώκει τον περαιτέρω κατακερματισμό –μέσω του τρόμου αυτή τη φορά- των ανθρώπινων κοινοτήτων και σχέσεων, την ίδια την σιωπή.
Ταυτόχρονα οι παρακρατικοί φορείς, είναι οι ίδιοι που αφού φρόντισαν να εξοστρακίσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια (η οποία προέκυψε όταν άρχισαν να ξεκαθαρίζουν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού) προς ένα επανατοποθετούμενο σε νέες βάσεις ρατσιστικό μοτίβο, δόμησαν οργανωμένες ομάδες επίθεσης σε λαθραίους μετανάστες και έπειτα αναδεικνύοντας το λαοφιλές αντισυστημικό (;) προφίλ τους, έστησαν –κατά προτίμηση μπροστά σε κάμερες- οικογενειακά καβγαδάκια με τ’ αδέρφια τους, τους μπάτσους, αλλά και σκηνές σύγκρουσης με τους αριστερούς συναδέρφους τους εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, για να συσπειρώσουν ως πολιτική δύναμη τη συντήρηση που καλλιέργησαν τα Μ.Μ.Ε. σε πρώτο χρόνο.
Από όσους όμως δεν μάσησαν με τους εθνικοσοσιαλιστές λελέδες και δεν ψάρωσαν από τους αριστερούς εθνοσωτήρες ήρθαν οι -αν όχι χρονικά- χωρικά παρατεταμένες απεργιακές συγκρούσεις με την οργή και τα φαινόμενα αντισυστημικών συνειδησιακών σκιρτημάτων να χαρακτηρίζουν ένα ποσοτικά ισχυρό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Κι αν κάτι φοβάται η κυριαρχία που επιτακτικά πλέον (ακόμη και με πρωθυπουργικές εντολές) στρέφεται ξεκάθαρα ενάντια στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο, είναι η εκρηκτική πρόσμιξη του με αυτό το τελευταίο κομμάτι του κοινωνικού συνόλου, είναι η πιθανότητα να λειτουργήσει καταλυτικά για την συσσωρευμένη αντικαπιταλιστική οργή, είναι η διαρκής επαναστατική δράση και το όραμα που δημιουργεί για το ξεπέρασμα της ιεραρχικής οργάνωσης της ζωής.
Κι όμως, αυτή η πραγματικότητα αφήνει κι ένα αδιαμφισβήτητο επιμύθιο πίσω της. Η επαναστατική δράση οφείλει να είναι συνεκτική προκειμένου να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εποχής της, και συνεκτικότητα σημαίνει ενότητα. Αν λοιπόν μέχρι κάποιο πρόσφατο χθεσινό σημείο, η ένοπλη δράση, που (πλην εξαιρέσεων) πραγματωνόταν κάτω από τη φτερούγα του εξ΄ αριστερών χώρου, φαινόταν, και σε περιπτώσεις ήταν, μια παράλληλη και μακρινή προς την υπόλοιπη αντικαθεστωτική δράση δύναμη, στο σήμερα, και για το μέλλον η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς, είναι αυτό το κομμάτι του επαναστατικού αγώνα που δύναται να προκαλέσει ουσιαστικά πλήγματα στην κοινωνική μηχανή. Όχι, ως μια εξ’ ουρανού παρέμβαση κοινωνικής νέμεσης αλλά ως η πιο δυναμική εφόρμηση από τις τάξεις της επανάστασης, ως αδιαίρετο κομμάτι των συλλογικών απελευθερωτικών διεργασιών.
Αυτού του είδους η αντιπαράθεση όμως, στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα μπορεί και παίρνει σάρκα και οστά σε μια συνθήκη «συγκρατημένης επιθετικότητας» που εφαρμόζεται από τις κοινότητες του αναρχικού αγώνα. Ουσιαστικά τα όπλα στα χέρια των επαναστατών μπορούν να διασφαλίσουν την ακεραιότητα του αγώνα στο σήμερα, για να προχωρήσει στο στάδιο της δυναμικότερης επίθεσης στο αύριο. Μπορεί τώρα εμπρησμοί και εκρήξεις να αποτελούν το πλείστον όσον αφορά τα μέσα και τη μεθοδολογία αγώνα, όμως, τουλάχιστον οι επαναστάτες που θα επιλέξουν να ριχτούν στην έμπρακτη αντιπαράθεση με τη κυριαρχία είναι και αυτοί που ΤΩΡΑ αντιμετωπίζουν τους ένοπλους «διατηρητές» της ακεραιότητας της. Κι αν είναι σίγουρο και αναγκαίο για συνειδητοποίηση ότι κάθε ενέργεια πρέπει να είναι χειρουργικά μελετημένη σχετικά με τα αποτελέσματα –θετικά και αρνητικά- που θα επιφέρει, είναι ακόμα πιο σίγουρο πως οι κάνες δεν αντιμετωπίζονται με τριαντάφυλλα.
Γιατί όταν οι όροι της αντιπαράθεσης γέρνουν προς όφελος του εχθρού, το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δείχνουμε πως μπορεί να ισοσταθμιστεί η ζυγαριά, αρκεί να υπάρχει η θέληση για κάτι τέτοιο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και αυτό δεν αφορά μόνο το ένοπλο ως μορφή πάλης, πως ένα μεγάλο κομμάτι του αγώνα μας αφορά την αποδόμηση των διαφόρων ιδεολογημάτων που εξυπηρετούν την διαιώνιση του κράτους και της εξουσίας γενικότερα και προωθούν την παραίτηση και την αδράνεια των ανθρώπων. Ιδεολογήματα όπως αυτά που θέλουν το κράτος παντοδύναμο και ανίκητο ή την ιεραρχική οργάνωση των ανθρώπων αναπόφευκτη. Ιδεολογήματα που παρουσιάζουν την αναρχική επανάσταση ως κάτι που είναι αδύνατο να πραγματωθεί, ως κάτι που είναι καταδικασμένο να αποτύχει ή ως κάτι μάταιο.
Κι αν η διανυόμενη περίοδος, είναι περίοδος συγκρατημένης επιθετικότητας, θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι επειδή αποτελεί την προλείανση του εδάφους για ένα μέλλον εφιαλτικό για τους διαχειριστές του κοινωνικού εργοστασίου. Στο πλαίσιο αυτής της προετοιμασίας για την οργάνωση μιας δυναμικής επιθετικής δράσης ενάντια σε κράτος και καπιταλισμό, η επαναστατική κοινότητα, οι ατομικότητες και συλλογικότητες που την συναποτελούν, οφείλουν να οργανώσουν τις απαιτούμενες τόσο για την παροντική όσο και την μελλοντική κίνηση του αγώνα, υποδομές. Αυτές τις υποδομές που χάρη στον ίδιο το χαρακτήρα τους, θα οργανώσουν την άμυνα και την επίθεση σε αντάρτικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο του δρόμου, αλλά κυρίως την σταδιακή (αμήν και πότε) σύγκλιση, συντονισμό, και ενοποίηση τους. Όχι πλέον σαν παράλληλες δυνάμεις που ενίοτε αντιπαλεύουν για τη πρωτοκαθεδρία και την ορθότητα της εκάστοτε μορφής πάλης, αλλά ως διαφορετικές αιχμές μιας ενιαίας και αδιαίρετης επαναστατικής προοπτικής.
Η ανάγκη να εξισώσουμε στις συνειδήσεις μας τα όπλα με τα υπόλοιπα μέσα αγώνα
Αν λοιπόν μπορούμε να αντιληφθούμε τον ρόλο που επιτελεί η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς στον ευρύτερο απελευθερωτικό αγώνα, οφείλουμε να την τοποθετήσουμε συγκεκριμένα εντός του ίδιου του αγώνα. Η πραγμάτωση της αναρχικής συνείδησης με τη χρήση των όπλων δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ακόμη βήμα για κάποιον που ούτως ή άλλως έχει επιλέξει να ταχθεί με το μέρος του επαναστατικού στρατοπέδου. Κι αν κάτι είναι βέβαιο, ειδικά στο σήμερα είναι πως, αν και θεωρούμε ότι η ένοπλη δράση είναι ένα κομμάτι του επαναστατικού αγώνα στον οποίο συμμετέχουμε, και ως τέτοια οφείλουμε να μην αποτελεί κενό στη λίστα των επιλογών και των μορφών πάλης, άλλο τόσο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι το ένοπλο δεν είναι μονόδρομος και τα όπλα δεν πρέπει να θεωρούνται από κανέναν ως το απόλυτο μέσο αγώνα.
Το ότι εκ των πραγμάτων, αναβαθμίζουν το επίπεδο της σύγκρουσης, δεν τα καθιστά ως κάποιο ανώτερο μέσο στην επαναστατική εργαλειοθήκη. Από την άλλη βέβαια, εντός της ίδια της κοινότητας που μπορεί περιστασιακά στο εσωτερικό της να τοποθετεί το ένοπλο ως μέσο, σε κάποιο ανώτερο επίπεδο από την υπόλοιπη γκάμα μέσων πάλης, και επίσης, τους επαναστάτες που επέλεξαν αυτή τη μορφή πάλης, στο hall of fame της άτυπης ιεραρχίας των αναρχικών κύκλων αγώνα, επικρατεί περιπτωσιακά πάλι και η διάθεση για «ανηθικοποίηση» του συγκεκριμένου μέσου αγώνα, καθότι σύμφωνα με την αντίθετη άποψη «λειτουργεί αυτοκτονικά για την υπόλοιπη επαναστατική δράση.»
Οι τρεις μας επιλέξαμε να σταθούμε πλάι σε τόσους άλλους αγωνιστές/ αναρχικούς/ επαναστάτες, απέναντι στην κυριαρχία. Οι θέσεις μας διαμορφώθηκαν στην πορεία μας σε αυτό τον αγώνα μέσα από ατομικές και συλλογικές αναζητήσεις. Σίγουρα αυτές οι θέσεις όπως και οι επιλογές με τις οποίες τις συνοδεύσαμε δεν αποτελούν τερματικό σταθμό σ’ αυτό το ταξίδι. Οι τοποθετήσεις μας λοιπόν πάνω στο ζήτημα της –εκτός και εναντίον νόμου- δράσης και στο ζήτημα του ένοπλου δεν αποτελούν απόσπασμα κάποιας «αναρχικής βίβλου» μας, παρά είναι η δική μας συμβολή στους αντίστοιχους διαλόγους που χρόνια τώρα έχουν ανοιχθεί εντός της επαναστατικής κοινότητας, διάλογοι που δε θέλουμε, ούτε πρόκειται να κλείσουν.
Και λίγο πιο συγκεκριμένα…
Το αν είμαστε στο κατώφλι μιας γενικευμένης ένοπλης αντιπαράθεσης με το καθεστώς ή όχι, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε, τουλάχιστον όχι με κάποια χρονική ακρίβεια. Όπως δεν ήμασταν βέβαια σε θέση να προβλέψουμε πριν τα φοιτητικά του 2007, το ότι θα μπορούσαν να πάρουν τέτοια έκταση οι συγκρούσεις μπροστά στο σύνταγμα, όπως δεν ήμασταν βέβαια έτοιμοι να προβλέψουμε το ότι η πυκνότητα, η ποιότητα και η διάρκεια των εχθροπραξιών του Δεκέμβρη θα έφτανε σ’ ένα σημείο που θα ξεπερνούσε και τις πιο αισιόδοξες των διαθέσεων μας.
Η δύναμη που απορρέει από την εξέγερση και την αλληλεγγύη μεταξύ των μαχητών της ελευθερίας, πολλές φορές μας έχει αφήσει άναυδους, όπως αντίστοιχα, πολλές φορές τα πράγματα δεν πήγαν όπως ονειρικά τα είχαμε σχεδιάσει. Το συλλογικό θυμικό, οι πρωτοβουλίες μάχης που μας ήταν άγνωστες πριν την εκδήλωση τους, και φυσικά ο τρόπος που οι κατασταλτικές δυνάμεις θα επιλέξουν να κινηθούν, μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση της κοινωνικής σύγκρουσης.
Παρ ‘ όλα αυτά οι αναρχικοί/ες, ως οργανωμένες μειοψηφίες, μέσω της επιμονής τους στην επιλογή της βίαιης σύγκρουσης ως μονόδρομο της απελευθερωτικής προοπτικής, ακόμα και σε συνθήκες που δεν είχαν την συνέργεια άλλων ατόμων και κοινοτήτων, κατάφεραν να (επανα)νομιμοποιήσουν στις ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις τις επιθέσεις σε κρατικούς/ καπιταλιστικούς στόχους και στην αστυνομία. Με την στοιχειώδη έστω οργάνωσή τους, κατάφεραν να προετοιμάσουν το έδαφος για τις επόμενες και οξυμένες εχθροπραξίες (δεν είναι τυχαίο το ότι η ΕΛ.ΑΣ. αναγκάζεται πλέον να βρει άλλους τρόπους καταστολής μιας και ο κόσμος κατεβαίνει με μάσκες για να αντιμετωπίσει τα δακρυγόνα, κάτι που συμβαίνει γενικευμένα μόνο τα 2 τελευταία χρόνια). Ενώ ταυτόχρονα σε περιόδους κρίσης της νοηματοδότησης των απελευθερωτικών εννοιών και προταγμάτων που μετέτρεπε την άρνηση σε ένα αφομοιώσιμο γεγονός για τις αστυνομίες σκέψης που εργάζονται για τη μηχανή (θυμάται κανείς άραγε τους ηλίθιους φοιτητές που ημίγυμνοι και με full face προσέφεραν λουλούδια στους μπάτσους μετά την 8 του Μαρτίου του 2007;) κατάφεραν να βάλουν έστω τα θολά και γιατί όχι τα ανεπαρκή ή ασαφή σύνορα, μεταξύ της αδιαμεσολάβητης, αντι-θεαματικής, αντι-ιεραρχικής, συγκρουσιακής εκδήλωσης των αγώνων και της ρεφορμιστικής τους απόχρωσης ως αιτία της ίδιας της ήττας τους.
Σήμερα λοιπόν, η σύγκρουση έχει γίνει δεδομένη και η έκταση της τείνει προς το απρόβλεπτο καθώς γίνεται οικειοποιούμενη από όλο και περισσότερους ανθρώπους, η αλληλεγγύη ζωντανεύει σαν σχέση πίσω από τα οδοφράγματα, μέσα στις γειτονιές και στις δομές οργάνωσης της καθημερινότητας, η ιεραρχία ως μορφή διαχείρισης των ζωών και των προβλημάτων μας δεν βρίσκει πάτημα στις κοινότητες που τώρα δημιουργούνται.
Και όμως όλα αυτά δεν φαντάζουν αρκετά καθώς καινούριες μέθοδοι καταστολής, νέοι τρόποι αφομοίωσης περιμένουν στη γωνία.
Δομές αυτοοργάνωσης γίνονται τόποι εισοδισμού αριστερών κομμάτων παραμένοντας αρκετές φορές σε κίνηση γύρω από μερικές/ τοπικές διεκδικήσεις ενώ κάποιες κοντρολάρονται ακόμα και από φασίστες (επιτροπές και συνελεύσεις κατοίκων ενάντια σε λαθρομετανάστες).
Οι εκλογές και το καλοκαίρι κατάφεραν να φτιάξουν ένα 7μηνο ανάχωμα των εχθροπραξιών με το καθεστώς.
Η τρομοκρατία των Μ.Μ.Ε., η καταστροφολογία που προβάλουν και η συντηρητικοποίηση που προωθούν δικαιολογεί (κατακρίνοντας ενίοτε) την αναγκαιότητα της υποταγής απέναντι στις κρατικές εντολές αλλά και την άνοδο της ακροδεξιάς και του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Οι όντως αναβαθμισμένες επιθετικές πρακτικές, εγκλωβίζονται στα χωροχρονικά σημεία που οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα επιλέξουν να καλέσουν καμιά πορεία για τα μάτια του κόσμου κι έτσι αφήνεται έδαφος για ανασυγκρότηση και προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού καθώς οι γενικές απεργίες έχουν ημερομηνίες λήξης και οι άνθρωποι αδυνατούν να ορίσουν μόνοι τους, τους χώρους και τους χρόνους της εξέγερσής τους.
Διαδηλωτές φυλακίζονται με αναβαθμισμένα κατηγορητήρια και οι φωτογραφίες τους γεμίζουν τον χρόνο της τρομοκράτησης και του παραδειγματισμού των δελτίων ειδήσεων, δίπλα στον προβαλλόμενο χημικό πόλεμο και στο πολυδιαφημισμένο υδροφόρο όχημα «Αία» αλλά και τις ειδικές μονάδες του στρατού που εκπαιδεύονται για γενικευμένες αναταραχές.
Το κρυφό χαρτί του ολοκληρωτικού δημοκρατικού πολιτεύματος, η χρυσή αυγή, αβαντάρεται ακόμα και μέσω της δυσφήμησης και πραγματοποιεί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε δρόμους και πλατείες, διαθλώντας το μίσος σε ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα αφήνοντας ανέπαφους τους «ισχυρούς», πολιτικούς, δημοσιογράφους, καπιταλιστές.
Ένα διαρκές μήνυμα μεταφέρεται σε κάθε λέξη που ακούγεται από τα Μ.Μ.Ε, σε κάθε βλέμμα μπάτσου που εξακριβώνει στους δρόμους, σε κάθε χτύπημα σε πάγκο μικροπωλητή, σε κάθε οσμή δακρυγόνου: η δημοκρατία είναι παντοδύναμη και αν δεν μένεις ικανοποιημένος, οι φουσκωτοί δίποδοι με τα ξυρισμένα κεφάλια, η αστυνομία και ο στρατός σε αγαστή συνεργασία, μπορούν να αναλάβουν δράση ανά πάσα στιγμή, όχι για να εγκαταστήσουν αναγκαστικά μια νέα χούντα, αλλά για να προασπίσουν με αίμα, την από 200 χρόνια πριν, επιβεβλημένη δικτατορία του καπιταλισμού πάνω στις ζωές μας.
Το καρότο βρίσκεται υποθηκευμένο και τους έχει μείνει μόνο το μαστίγιο και σε πλήρη ταλάντωση για να συνεχίσει να διατηρεί τους ανθρώπους φοβικούς και διαιρεμένους. Και προφανώς, είναι μόνο η αρχή.
Έχοντας από παιδιά διαβάσει, καταλάβει και αργότερα βιώσει πως η μηχανή δεν θα επιτρέψει την αξιακή αποδόμηση και υλική καταστροφή της χωρίς να προσφύγει στην ωμή βία (ΜΕ ΟΠΟΙΟ ΚΟΣΤΟΣ, ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ, ΔΙΑΛΥΟΝΤΑΣ ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΧΗΜΑ) και πιστεύοντας πως γίνεται πλέον κατανοητό από όλο και περισσότερους το ότι η κλιμάκωση της κοινωνικής σύγκρουσης οφείλει να μας βρει προετοιμασμένους, πιστεύουμε πως πρέπει να υπάρχει, αν όχι η άμεση προσφυγή, η υλική οχύρωση και η συνειδησιακή ωριμότητα απέναντι στο ζήτημα του εξοπλισμού των ατόμων, των κοινοτήτων, των σχέσεων που θέτουν το στοίχημα της επαναστατικής ρήξης με την καπιταλιστική κοινωνία. Οι στρατιωτικοί νόμοι άλλωστε λίγο απέχουν από αυτούς που σήμερα υπάρχουν, αλλά και όταν έρχονται επίσημα, δεν δίνουν περιθώρια μιας εβδομάδας για να προετοιμαστεί ο κόσμος για να τους αντιμετωπίσει, με κλασσικό παράδειγμα την δικτατορία του 1967 που βρήκε απροετοίμαστο μεγάλο κομμάτι των τότε επαναστατικών ομάδων και κοινοτήτων και την σχετικά αναίμακτη, σε πρώτο χρόνο, εγκαθίδρυση της.
Ο κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος πυροδοτούμενος από τα κάτω και σε στιγμές συμπυκνωμένης εκδήλωσης του και κατ’ επέκταση η ίδια η επανάσταση ενάντια στη κοινωνική μηχανή προϋποθέτουν, χωρίς όμως να ιεραρχούν, την δυνατότητα υπεράσπισης των αγώνων μας και των ζωών μας απέναντι στα όπλα του εχθρού.
Ένα βήμα πριν την μάχη που θα καθορίσει την πραγματοποίηση ή όχι της χειραφέτησης και απελευθέρωσής μας, αν θέλουμε να νικήσουμε και να σπάσουμε τα δεσμά και τις συμβάσεις μας με τον καπιταλισμό, απέναντι στα όπλα που μας σημαδεύουν, συνειδησιακά αλλά και υλικά, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε είτε ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΙ, είτε ΝΕΚΡΟΙ.
Και ως τις γενικευμένες εχθροπραξίες όπου κάθε ανθρώπινο όνειρο θα φαντάζει ανέλπιστα πραγματοποιήσιμο, υπάρχει μια σειρά επιθετικών πρωτοβουλιών αλλά και μικρών μαχών από τις –κατά συνθήκη- αμυνόμενες κοινότητες μας, που μπορούν να αποσυντονίσουν τον εχθρό, που μπορούν να δείξουν το εφικτό αλλά και το αναγκαίο της βίαιης σύγκρουσης με το «παντοδύναμο» καθεστώς, που θα κάνει ότι μπορεί για να μας πείσει ότι είναι τέτοιο . Που παρ΄ όλα αυτά, θα δύσει και θα ανήκει στην ιστορία, όταν εμείς αποφασίσουμε να εισβάλουμε σε αυτή, όταν ανατείλει ο ολοκληρωμένος και ελεύθερος άνθρωπος μέσα από τα σκοτάδια της δουλείας που παρέμεινε για αιώνες.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΑΚΟΜΑ…
Η συλλογική μνήμη (διασωσμένη, από ακηδεμόνευτους αγώνες και φλεγόμενα οδοφράγματα, από αντάρτικες απόπειρες -17 Νοέμβρη, ΕΛΑ, Αντικρατική Πάλη κλπ-, από καταλήψεις κτιρίων που προωθούσαν την συλλογικότητα την εποχή του άκρατου φιλοτομαρισμού και της ανόδου της μικροαστικής τάξης, από την αρχειοθέτηση και καταγραφή των απελευθερωτικών και συγκρουσιακών προταγμάτων που έσπασαν την κοινωνική ειρήνη των δεκαετιών του 1980 και του 1990), τα λάθη και τα σωστά αυτών που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση του ανθρώπου και της φύσης πριν από εμάς, οι ονειρικές διαδρομές και οι –σε κάποιες περιπτώσεις- εφιαλτικοί τερματικοί σταθμοί των ανθρώπων που μάτωσαν για να σταματήσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη πάνω από τις ζωές μας, είναι στο χέρι μας, να γίνουν και ο μοχλός της δικιάς μας εξέλιξης.
Όχι για να κινηθούμε πάνω σε πεπατημένες, αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα το σήμερα μέσα από την ιστορικότητα του, για να συνδέσουμε με τις επιλογές μας, την τεμαχισμένη και δυσφημισμένη ιστορία των αγώνων που έχουν δοθεί ενάντια στην εξουσιαστική και καπιταλιστική κοινωνία.
Από το «τη νίκη θα φέρει ο ένοπλος αγώνας» που φώναζαν εργάτες σε κατειλημμένα εργοστάσια τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 στην Ελλάδα, μέχρι τις ένοπλες οργανώσεις των εκατοντάδων ή και χιλιάδων μελών στην Ευρώπη την ίδια περίοδο, κι από τις μαζικές αυτομειώσεις, καταλήψεις σπιτιών, συγκρούσεις στους δρόμους των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου, μέχρι κινήματα που πειραματίστηκαν στην πρόσμιξη ένοπλου και δημόσιου αγώνα (αυτόνομοι στην Ιταλία και την Γερμανία, Μαύροι Πάνθηρες στην Αμερική, MIL στη Ισπανία, Os cangaceiros σε Γαλλία, Αγγλία κλπ) οι πρόγονοι μας φτάσανε κοντά ακόμα κι αν έχασαν κι έχουν αφήσει μια τεράστια παρακαταθήκη. Όχι μόνο σε επίπεδο θεώρησης που σε αρκετές περιπτώσεις και για εμάς τουλάχιστον, φαντάζει ξένη, όχι μόνο σε επίπεδο πρακτικής και οργάνωσης.
Αλλά πρώτα και κύρια, σε επίπεδο θέλησης. Θέλησης για αψήφηση του φόβου και του κόστους, θέλησης για ελευθερία, θέλησης για αγώνα και για ζωή, σήμερα, εδώ, πάντα και παντού, θέλησης για εκδίκηση απέναντι σε όσους μας αντιμετωπίζουν σαν δούλους, θέλησης για μια δημιουργική έξοδο από την κοινωνική λαίλαπα που μένουμε εγκλωβισμένοι, δια μέσω της καταστροφής της.
Στον υλικό κόσμο άλλωστε έχει κανείς μονάχα ότι διεκδικεί υλικά. Το όνειρο της αναρχικής επανάστασης και της απελευθέρωσης των κοινοτήτων μας, κατεβαίνει από τον κόσμο των ιδεών και πραγματώνεται, παίρνει σάρκα και υπόσταση, γίνεται πραγματικά επικίνδυνο, κάθε φορά που εμείς οι ίδιοι, λίγοι ή πολλές, αγωνιζόμαστε για αυτό, ρισκάρουμε και ματώνουμε, τα παίζουμε όλα για όλα και χάνουμε, και ξαναρχίζουμε αμετανόητα, και το μεταδίδουμε, και το μορφοποιούμε, και το εξωτερικεύουμε από μέσα μας, και το εφαρμόζουμε στις ήδη υπάρχουσες σχέσεις που οικοδομούμε, και το κρατάμε ζωντανό στις πιο δύσκολες εποχές, και το διαχέουμε στις πιο εύφορες.
Το όνειρο αυτό μας έχει μάθει να λειτουργούμε με καυτό πάθος αλλά και με ψυχρή λογική, μας έχει διδάξει να είμαστε υπομονετικοί όποτε χρειάζεται, να μην απογοητευόμαστε και να βλέπουμε την κοινωνική ζωή ως ποτάμι που ρέει συνεχώς και δεν είναι κάτι το στατικό, και μας έχει δείξει την μέθοδο για να το εκτρέπουμε, και μας ολοκληρώνει ως άτομα, και μας ξαναμαθαίνει να συνυπάρχουμε συλλογικά, και μας διδάσκει να αμφισβητούμε τα πάντα και να αναθεωρούμε συνεχώς χωρίς φόβο, και μας ακονίζει την κριτική σκέψη, και το ακονίζουμε στις κοινωνικές συνθήκες που ζούμε.
Και για πάρτι του, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, τόσοι και τόσες έχουν βγάλει δεκαετίες φυλακής, έχουν σκοτωθεί, έχουν μείνει απελπιστικά μόνοι, έχουν χάσει τους ανθρώπους τους και τα πιο απλά πράγματα που κάποιος/α μπορεί να έχει ανάγκη.
Και εμείς με τη σειρά μας με βία το υπερασπιζόμαστε, και απέναντι στην υλική βία που μας περιορίζει, μας εγκλείει, μας διατηρεί σκλαβωμένους, μόνο με υλική βία μπορούμε να το διεκδικήσουμε ως την πιο ελπιδοφόρα πιθανότητα εξέλιξης της ζωής στο παρόν και το μέλλον.
Γιατί τα όπλα, τα σπασίματα, οι οργανώσεις, τα ονόματα, οι πολυσέλιδες προκηρύξεις ή τα κείμενα φυλακισμένων σαν κι αυτό, οι αφίσες με τα αλφάδια, δεν είναι μονάχα εργαλεία πολέμου απέναντι στ’ αφεντικά αλλά και εργαλεία επικοινωνίας, σφυρηλατημένα με το σφυρί της διαλεκτικής πάνω στο αμόνι του αρνητικού, που μεταδίδουν το μήνυμα της διαρκούς κήρυξης του απελευθερωτικού αγώνα, που προσπαθούν να υπενθυμίσουν σε άλλους ανθρώπους, όχι μόνο το αν και πόσο ζούμε υποδουλωμένοι με την ίδια τη συγκατάθεση μας, αλλά και το ότι η πιθανότητα της απελευθέρωσης και χειραφέτησης του καθενός και της καθεμιάς, υπάρχει.
Υπάρχει στο εδώ και στο τώρα, σπάζοντας, όπως μια βαριοπούλα θρυμματίζει τη τζαμαρία μιας τράπεζας, την ιδιώτευση, την απομόνωση, τη λογική του κέρδους, την εξουσιαστικότητα, την εθελοδουλία, αρκεί να δράσουμε ακούραστα και να συναντηθούμε πάνω σε μια τέτοια προοπτική. Ως το τέλος, ως τη νίκη, αύριο και παντού.
Και αν κάτι καταφέραμε να κάνουμε χρησιμοποιώντας τη φωτιά και το μελάνι, και αν κάτι θέλουμε να κάνουμε με τις μικρές μας δυνάμεις και τα χίλια λάθη που έγιναν και θα γίνουν σ’ αυτή την πορεία που ομόρφυνε τις ζωές μας, είναι να κρατήσουμε το όνειρο αυτό ζωντανό και το μεγάλο μας στοίχημα επίκαιρο για να ποντάρουμε εμείς και άλλοι, σήμερα και αύριο, ξανά και ξανά.
Τέλος, μιλώντας ως αναρχικοί που η δράση και η σκέψη τους παρέμεινε συνειδητά πολύμορφη και πολύπλευρη και μακριά από τις εξειδικεύσεις στη δράση και στο λόγο, μακριά τόσο από τον ανταρτισμό ως ιδεολογία/ σκοπό όσο και από την μπαρούφα της μη βίας, μπορούμε να φωνάξουμε σε όσους και όσες, έξω στους δρόμους τρέχουν τους φασίστες και τους μπάτσους, πυρπολούν σύμβολα του κράτους και του καπιταλισμού και αγοράζουν οικοδομικά εργαλεία για τις γενικές απεργίες, στήνουν υποδομές αγώνα, οργανώνονται σε αναρχικές ομάδες, μοιράζουν κείμενα και κολλάν αφίσες αντιπληροφόρησης, κάνουν καταλήψεις και διοργανώνουν εκδηλώσεις, κατεβαίνουν στις πορείες άλλων αλλά καλούν και τις δικές τους, κρατάνε όπλα στις διαφυγές τους και χύνουν βενζίνη σε μπιτόνια καθαρισμένα από αποτυπώματα, πειραματίζονται με τη χημεία και ψάχνονται στην αντιπαρακολούθηση, φυγοδικούν ή βρίσκονται συνειδητά στην παρανομία, μέχρι την ολική απελευθέρωση ανθρώπου και φύσης από τα δεσμά του κράτους και του καπιταλισμού, της μαζικής κοινωνίας και του πολιτισμού:
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ
1, 2, 3 ΠΟΛΛΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΣ ΠΥΡΗΝΕΣ
ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ ΜΕΣΑ ΣΕ
1, 2, 3 ΠΟΛΛΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
ΛΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
ΥΓ. Κλείνοντας τη σειρά κειμένων που αφορούν τα δικαστήρια μας, θέλουμε να πούμε ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όσους/ όσες μας στέκονται, μας βοηθούν ηθικά και υλικά ή μας τιμούν με την εκδήλωση της αλληλεγγύης τους όλη αυτή την περίοδο. Χωρίς αυτούς η φυλακή που θα βγάζαμε θα ήταν «διπλή».
Παράλληλα νοιώθουμε την ανάγκη να εκφράσουμε – έστω και λεκτικά- την συντροφική μας αγάπη στα καταζητούμενα μαχίμια Γιάννη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Πολίτη, στους αδερφούς μας και τελευταίους ριψοκίνδυνους της δικιάς μας γενιάς που κρατάνε τη «φάση» ζωντανή και τιθασεύουν τις φωτιές , στους νεότερους/ νεότερες συντρόφους/ συντρόφισσες που δε μασάνε μία, σ’ αυτούς που βγάλαμε και βγάζουμε «τούφα» μαζί, στο ίδιο κελί και δίπλα- δίπλα στους μικρούς αγώνες που προσπαθούμε να οργανώσουμε αλλά και στην καθημερινή στάση και κίνησή μας μέσα στη φυλακή, στους αιχμάλωτους πολέμου και συντρόφους Ράμι Συριανό, Αλέξανδρο Μητρούσια, Κώστα Σακκά, Γιώργο Καραγιαννίδη. Η επαναστατική αλληλεγγύη μας ταυτόχρονα, είναι αυτονόητη για κάθε διωκόμενο από το καθεστώς που υπερασπίζεται την πολιτική του ταυτότητα, παρά τις διαφωνίες στο λόγο και τη δράση, παρά το ότι μπορεί να μη γνωρίζουμε αρκετούς: στα μέλη αλλά και στο σύνολο των διωκόμενων της επαναστατικής οργάνωσης συνωμοσία των πυρήνων της φωτιάς, στον αναρχικό επαναστάτη Θεόφιλο Μαυρόπουλο, στα μέλη και στους διωκόμενους του επαναστατικού αγώνα (Πόλα και Νίκο, είθε τα ίχνη σας να καλύπτονται από τα πεσμένα φύλλα ενός μακρύ χειμώνα, έως ότου έρθει η άνοιξη της επανάστασης), στους αναρχικούς κομμουνιστές και συντοπίτες Πολύκαρπο Γεωργιάδη και Τάσο Θεοφίλου, στον μάγκα Βαγγέλη Χρυσοχοίδη, στους αμετανόητους της επαναστατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη που παραμένουν έγκλειστοι, στους λίγους αλλά λύκους αξιοπρεπείς κρατουμένους που είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε, στ’ αλάνια που είναι πάντα έτοιμα να ανάψουν φωτιές σε κάποια ταράτσα στρατοπέδων συγκέντρωσης και φυλακών. Σ’ όλους τους φυλακισμένους, καταζητούμενους και μη μαχητές της ελευθερίας ανθρώπου και φύσης, στη Χιλή, στην Αργεντινή, στην Αγγλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στο Μεξικό, παντού.
Φάρος στις επαναστατικές διαδρομές της γενιάς μας, ο αναρχικός και μέλος του επαναστατικού αγώνα Λάμπρος Φούντας που έπεσε νεκρός σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στη Δάφνη την 10η Μαρτίου του 2010, ο αναρχικός Mauricio Morales Duarte που σκοτώθηκε στη Χιλή στις 22 Μαΐου 2009 με την πρόωρη έκρηξη της βόμβας που θα τοποθετούσε σε στρατόπεδο των Χιλιανών καραμπινιέρων, οι εκατοντάδες, οι χιλιάδες νεκροί του αγώνα για την ελευθερία.
Στη μνήμη των νεκρών επαναστατών, ας βρούμε όλοι και όλες έναν ακόμη λόγο να αγωνιστούμε για την επανάσταση και την αναρχία…