«Πάει κι έρχεται, πάει κι έρχεται με χίλια βήματα που δεν τον οδηγούν πουθενά. Σε κάποιον τσιμεντένιο κόσμο και στα παράθυρα, τα κάγκελα να ανθίζουν από απελπισία. Απάνθρωπο… στενό… Χωρίς κανένα αύριο. Μόνος του δίχως ήλιο. Για να του κλέβουν ακόμη και την σκιά του. Πάει κι έρχεται… και θα πηγαινοέρχεται, μέχρι την στιγμή που λαβωμένο αγρίμι, μπροστά στους δικαστές του, δεν θα σκύψει το κεφάλι.»
Στις 21 Μάρτη του 2012 καλούμαστε ενώπιον του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκειμένου να δικαστούμε για την υπόθεση εμπρησμού ενός οχήματος της ΔΕΗ το 2010 στη Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι η αρχή από μια σειρά δικαστηρίων που θα ακολουθήσουν για διάφορες κατηγορίες που μας αποδίδονται και για τις οποίες βρισκόμαστε ήδη, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, προφυλακισμένοι. Μ’ αυτό το κείμενο θέλουμε πρώτα και κύρια ν’ αναδείξουμε υπό ποιό πρίσμα κάναμε και κάνουμε επιλογές – ατομικές και συλλογικές- ως αναρχικοί επαναστάτες και επίσης να ξεκαθαρίσουμε την επιλογή μας (και το τι μας ώθησε σ’ αυτήν) αναφορικά με την στάση μας στα επικείμενα δικαστήρια. Την επιλογή της άρνησης απολογίας. Πέραν τούτου, ας εκληφθεί αυτό το κείμενο ως η απαρχή μιας σειράς κειμένων που σκοπεύουμε να περατώσουμε σε βάθος χρόνου. Μιας σειράς κειμένων στην οποία σκοπεύουμε να αναλύσουμε την οπτική μας πάνω σε ορισμένες πτυχές του αναρχικού-επαναστικού αγώνα. Γιατί, άσχετα με το αν κάποιοι από εμάς έχουν αναλάβει την ευθύνη για κάποιες εκ των ενεργειών που μας αποδίδονται ή όχι, άσχετα με το αν συμμετείχαμε ή όχι όλοι μας σε όλες εξ’ αυτών, άσχετα με το ότι δεν έχουμε όλοι μας κοινό κατηγορητήριο, θεωρούμε τις επικείμενες δίκες ουσιαστικές ευκαιρίες για ανάδειξη και ανάλυση θεματικών που απασχολούν τον αναρχικό και επαναστατικό χώρο. Και εμείς επιλέξαμε να τοποθετηθούμε πάνω σ’ αυτές συλλογικά.
Μπορεί βέβαια οι επιλογές και οι αποφάσεις που παίρνουμε να είναι αποφάσεις ζωής και να εφορμούν από την αρνητική συνείδηση (που προσπαθούμε να την πραγματώνουμε στον υλικό κόσμο ανεξαρτήτου συνθήκης) που έχουμε αναπτύξει απέναντι στο κοινωνικό οικοδόμημα, σχετίζονται όμως τόσο με τα βιώματα και την τριβή που είχαμε με τον περιβάλλοντα κόσμο, όσο και με τη στρατηγική αντίληψη μας απέναντι στις ιστορικές και χρονικές συγκυρίες που μεταβάλλουμε και μας μεταβάλλουν.
Κράτος και κοινωνία
Για να καταλάβουμε λοιπόν πως δομείται το υπάρχον οικονομικό και κοινωνικό σύστημα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ένα από τα κύρια θεμελιακά στοιχεία του είναι η άρρηκτη διασύνδεση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η εξουσιαστική δόμηση της κοινωνικής ζωής και η σταδιακή θεσμοποίηση των ιεραρχιών εντός του κοινωνικού συνόλου, η γέννηση του κράτους εν ολίγοις, ήταν και είναι μια άποψη και θέση (επιβαλλόμενη είτε μέσω της ανάγκης, της εξειδίκευσης και της άγνοιας, είτε μέσω του φόβου και της δύναμης) που έχει επηρεάσει την εξέλιξη του ανθρώπου τα τελευταία 6.000 χρόνια. Μετά από μια τόσο μακροχρόνια συνύπαρξη, οποιοδήποτε άλλο πείραμα οργάνωσης της ζωής, εκτός αυτού της μαζικής εξουσιαστικής κοινωνίας, θεωρείται ουτοπία, αν όχι ένα αντιπαραγωγικό καρκίνωμα το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί είτε με τη χημεία της προπαγάνδας και της αφομοίωσης, είτε με το νυστέρι της καταστολής. Ενώ ταυτόχρονα, η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες/υλικές υπάρξεις (κράτος-κοινωνία) έχει οριστικοποιηθεί ως μια σχέση αμφίδρομης διαμόρφωσης.
Ουσιαστικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για «μια κοινωνία υπό κάποιο κράτος», ούτε για «ένα κράτος υπό κάποια κοινωνία» –συνθήκες που εμπίπτουν στην κατηγορία του ερωτήματος «η κότα έκανε το αυγό;»- όπως και δεν μπορούμε να δούμε το ένα εντελώς αποκομμένο απ’ το άλλο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως κράτος και κοινωνία αλληλοεξαρτώνται και αλληλοσυντηρούνται, καθώς επίσης το μεν διαμορφώνει και επηρεάζει διαρκώς το δε και αντίστροφα. Για να καταφέρουμε εν τέλει να αντιληφθούμε, το πως δομείται το κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να το αναλύσουμε σε ένα χρόνο, σε κράτος και κοινωνία, ως ένα σώμα αποτελούμενο από διαφορετικά μέλη.
Το κράτος αποτελεί την ενότητα ενός συνόλου θεσμών και θεσμικών εξουσιών με αποκλειστικό ρόλο την διευθέτηση της ζωής στο υπάρχον. Αφενός λοιπόν, διαμορφώνει και ελέγχει κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, αφετέρου έχει τη δυνατότητα και παρεμβαίνει άμεσα σ’ αυτήν με απώτερο σκοπό την ομαλή συστημική λειτουργία. Αυτή η διαρκής επιβολή που ασκεί το κράτος μέσω των «συστατικών» του (θεσμοί, εξουσίες, πρότυπα, άτομα που το στελεχώνουν), του δίνει τη θέση του εξουσιαστή σε κάθε σχέση που αναπτύσσει με το περιβάλλον του και έτσι το καθιστά τον κύριο παράγοντα καθορισμού της κοινωνικής ζωής που λειτουργεί προς όφελος της κυριαρχίας.
Η αρχή του κράτους όμως, εντοπίζεται μέσα στην ίδια την κοινωνική εξέλιξη, ενώ ταυτόχρονα εδρεύει στο εσωτερικό του κοινωνικού συνόλου και αποτελεί κομμάτι του. Η δόμηση της κοινωνίας, βέβαια, δεν είναι τόσο απλή και αυστηρή όσο αυτό, αλλά πολυσύνθετη και πιο ελεύθερη (δυναμική). Η κοινωνία, προφανώς, απαρτίζεται απ’ όλα τα άτομα που δραστηριοποιούνται εντός του συστήματος και επιτελούν κάποιο ρόλο σ’ αυτό, που μοιράζονται μια ποικιλία συγκεκριμένων ηθικών αξιών, κάποιους κοινούς κώδικες κανόνων και κινούνται κάτω από μια πολιτισμική ομπρέλα, με τα παραπάνω να έχουν διαμορφωθεί εντός του κοινωνικού συνόλου και να εξελίσσονται διαρκώς στο πέρας του χρόνου. Έτσι, το κοινωνικό σώμα καταλήγει να είναι ένα ευρύ, ετερόκλητο και ετερογενές σύνολο. Στο εσωτερικό αυτού του συνόλου, δημιουργούνται διαρκώς υποδιαίστερα τέτοια με διαιρετική βάση επιλογές, ιδιοκτησιακά κεκτημένα και κατ’ επέκταση τους διάφορους ρόλους που επιτελεί κάθε μέλος της κοινωνίας σ’ αυτή. Μιας και κάθε άτομο ενσαρκώνει και πολλούς διαφορετικούς ρόλους ταυτόχρονα, -σε μια κάποια περίοδο της ζωής του- (για παράδειγμα ένας δημοσιογράφος θα μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και μεγαλομέτοχος μιας μεγάλης εταιρίας αλλά και οικογενειάρχης) ανήκει ταυτόχρονα σε πολλές κοινωνικές ομάδες που έχουν διαφορετική διαιρετική βάση. Πέραν όμως τούτου, στο εσωτερικό της κοινωνίας διαμορφώνονται και προωθούνται πρότυπα ζωής που συνδυάζουν κοινωνικούς ρόλους στο κυνήγι των οποίων επιδίδεται κάθε μέλος της κοινωνίας. Ουσιαστικά τα κοινωνικά αυτά πρότυπα, αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές ζωής που απαρτίζονται από αναβαθμισμένα κοινωνικά στελέχη δομώντας κατ’ αυτό το τρόπο ατομικούς και συλλογικούς, φαντασιακούς (στόχους και) ρόλους που δεν έχουν αντίκτυπο στην κοινωνική πραγματικότητα και λειτουργούν ως αναχώματα άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Τέλος, κάτι απόλυτα φυσικό και προφανές για αυτά τα κοινωνικά σύνολα, είναι πως ορισμένα εξ’ αυτών σχετίζονται μεταξύ τους παγίως συγκρουσιακά ή και εξουσιαστικά (χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η σχέση μεταξύ μιας ομάδας που απαρτίζεται από υποστηρικτές του συντηρητισμού με μια αντίστοιχη που απαρτίζεται από κομμάτια του κοινωνικού περιθωρίου).
Κοινωνική ιεράρχηση
Αν όμως αυτά τα υποδιαίστερα κοινωνικά σύνολα δομούν οριζοντίως την κοινωνία με βάση επιλογές, ρόλους, πρότυπα, η τελευταία δομείται και καθέτως, σε σκάλες ιεραρχίας, πρώτα στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων και έπειτα στο ευρύτερο σύνολο της. Για να αντιληφθούμε όμως την κοινωνική ιεραρχία πρέπει να εντοπίσουμε το χαρακτηριστικό της εξουσίας που ενεδρεύει σε κάθε σχέση μεταξύ ατόμων που αναπτύσσεται στα κοινωνικά πρότυπα και πλαίσια. Σε κάθε σχέση, όμως, το ποιος εξουσιάζει και ποιος εξουσιάζεται, δεν αφήνεται στην τύχη: ο κοινωνικός ρόλος που επιτελεί ο κάθε σχετιζόμενος τον κατατάσσει στη θέση του μεν ή του δε (έτσι ο δάσκαλος εξουσιάζει έναντι του μαθητή, ο διευθυντής μιας επιχείρησης έναντι του υπαλλήλου κ.ο.κ.). Κατά συνέπεια οι κοινωνικοί ρόλοι προσδίδουν στους φορείς τους τη δυνατότητα του «εξουσιάζειν». Έτσι, η κοινωνία και οι ομάδες που την απαρτίζουν ιεραρχούνται με βάση το «ποσό» της δυνατότητας που έχει ο καθένας να εξουσιάζει ή τη θέση που έχει στη παραγωγική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα-μιας και από μια άλλη οπτική θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κοινωνία δομείται από τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της-, η ίδια αποτελεί ένα σύνολο σχέσεων εξουσίας που συγχέονται μεταξύ τους και διαρκώς μεταβάλλονται. Αυτές οι σχέσεις, όπως είναι η σχέση δασκάλου-μαθητή, άντρα-γυναίκα, (σε μια πατριαρχική οικογένεια), σχέση γονέα- παιδιού κ.ο.κ. είναι διάφορες εκφάνσεις της κυριαρχίας στην κοινωνική ζωή, υπόδειγμα της οποίας είναι το κράτος με τους θεσμούς του.
Θα ήταν, λοιπόν, απολύτως μερική, η προσέγγιση μας, αν μιλούσαμε για την εξουσία μόνο ως σύνολο θεσμών και ατόμων που ενσαρκώνουν την θεσπισμένη εκδοχή της. Και αυτό γιατί η εξουσία εκφράζεται διάχυτα στην κοινωνία, μέσα στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων που την αποτελούν. Έτσι λοιπόν, την κυρίαρχη και κυριαρχική πραγματικότητα αποτελούν ολοκληρωτικά, το κράτος και οι θεσμοί του, ο κυρίαρχος τρόπος ζωής, η κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση και οι σχέσεις εξουσίας και επιβολής που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Η κυριαρχία ενυπάρχει σ’ όλο το παγκόσμιο κοινωνικό οικοδόμημα και εμφανίζεται εκεί που η ζωή χάνει τα πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά της.
Η ατομική πορεία εντός της κοινωνίας
Πέρα όμως από τη συνολικότερη εικόνα που αντιλαμβανόμαστε για αυτήν την τόσο πολύπλοκη και σύνθετα δομημένη συνθήκη που μας περιβάλλει, που μας επηρεάζει και ταυτόχρονα επηρεάζουμε, πρέπει να δούμε (τουλάχιστον βάσει των δεδομένων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας) το πώς και υπό ποιές κατευθύνσεις μορφοποιείται και μεμονωμένα, το άτομο εντός αυτής. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι από τη στιγμή που ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο μέχρι και αυτή που τον αποχωριζόμαστε, η ζωή μας ακολουθεί μια τυποποιημένη πορεία. Ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοντέλο εξέλιξης και επεξεργασίας και διαμορφώνεται βάσει τις ήδη καθορισμένες νόρμες και αξίες, θεσμούς και συνήθειες, που ενυπάρχουν κοινωνικά.
Από τα πρώτα του κιόλας βήματα, ο σύγχρονος άνθρωπος, υφίσταται εξ’ ολοκλήρου την κατάλληλη συστημική εκπαίδευση, ώστε μετέπειτα με τη σειρά του, παρέχοντας τις υπηρεσίες και την εργασιακή του δύναμη, να συνεισφέρει στην επικρατούσα κοινωνική οργάνωση και τις λειτουργίες της, αναπαράγοντας την. Έτσι λοιπόν, αποτελώντας ακατέργαστο υλικό, αρχικά, ένας εν δυνάμει πολίτης αυτής της κοινωνίας έρχεται να συμπληρώσει την οικογένεια ως το νέο μέλος της. Συναντώντας αυτόν τον θεσμό, τον πρώτο ίσως στη σειρά αυτής της παρατεταμένης διαδικασίας διαμόρφωσης υπηκόων. Μέσα στο περιβάλλον που θα αντικρύσει, θα αρχίσει σταδιακά να αναπτύσσει την προσωπικότητα του, θα μάθει να υπερασπίζεται τα ιδανικά «πατρίδα- οικογένεια» και θα γαλουχηθεί στα πρώτα συστατικά της κυρίαρχης και κυριαρχικής ηθικής, όπως και στις πρώτες συμβουλές που θα του ορίσουν τι θεωρείται για τη ζωή, στις μέρες μας, επιτυχία.
Τη συνέχεια θα διαχειριστεί το ίδιο το κράτος, που με τους μηχανισμούς εκπαίδευσης και δημιουργίας θιασωτών θα τον οδηγήσει στο στάδιο της πιο «τακτικής» επεξεργασίας του χαρακτήρα του. Αυτό θα γίνει με τη συστημική παιδεία που θα του προσφέρει τα απαραίτητα εφόδια για ένα σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό, που θα τον εκπαιδεύσει στον διαρκή ανταγωνισμό που θα συναντήσει αργότερα. Σχολεία, σχολές, φροντιστήρια, όπως και κάθε μέσο διαπαιδαγώγησης, λειτουργώντας ως μηχανές φόρτωσης δεδομένων, θα φέρουν τον πρωταγωνιστή μας σε μια πιο ξεκάθαρη επαφή με το πρόσωπο του -στη γλώσσα των σχέσεων- ανώτερου, εξουσιαστικά. Θα συναντήσει το ρόλο του δασκάλου-καθηγητή-διανοούμενου-κατόχου της γνώσης, που η άποψη του φαντάζει αλήθεια και έχει κύρος, θα μάθει να σέβεται, να υπακούει σε κανόνες, να διαχωρίζεται από τους συμμαθητές του, να βραβεύεται, να υφίσταται διαταγές και να βαθμολογείται. Όλα αυτά θα τελειώσουν όταν… κατακτώντας με τόσο κόπο τα κατάλληλα δομικά πνευματικά στοιχεία, εισπράττοντας την απαραίτητη τεχνογνωσία, αφομοιώνοντας το κυρίαρχο φιλοτομαριστικό μοντέλο σκέψης, θα μπορεί πλέον, πανέτοιμος, να αρχίσει την καριέρα του, να χαράξει την πορεία του στο χώρο του διαρκή ανταγωνισμού και να αντικρύσει τον κόσμο της εργασίας.
Το ατελέσφορο κυνήγι για ανέλιξη και η κοινωνική αναγνώριση, τα εργασιακά πρότυπα, οι αλλοτριωμένες συμπεριφορές εξουσίας και καταπίεσης, ο ατομισμός, οι σχέσεις αφεντικού και δούλου, ο εγκλωβισμός σε αποπνικτικά ωράρια και οι μονότονες διαδρομές στη μητρόπολη, οι εξευτελιστικές συνθήκες σε χώρους εργασίας, η πανταχού παρούσα απειλή της φτώχιας, η διαρκής αποδοχή της επιβολής και των διαταγών και η μόνιμη σύμβαση με τα συναισθήματα ταπείνωσης είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την μετέπειτα πορεία του σ’ αυτόν τον τομέα.
Ο κυρίαρχος τρόπος ζωής και η προκαθορισμένη του ροή, επικαλυμμένη από πυκνό σύννεφο σιωπής, αποχαύνωσης και ανεκτικότητας, αποτελεί την σύγχρονη πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον την επιθυμητή πραγματικότητα για όσους βγαίνουν κερδισμένοι από όλη αυτήν την ιστορία. Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς πρόγραμμα, κανόνες, οδηγίες.
Αμφισβήτηση προς το υπάρχον και αντιμετώπισή της
Η ζωή στο υπάρχον, εν τέλει, για κάθε μέλος του κοινωνικού συνόλου διασφαλίζει την εξατομίκευση του. Από την απομόνωση στα διαμερίσματα κλουβιά, στα πόστα εργασίας, στα θρανία των σχολείων, ο προωθημένος τρόπος ζωής περιστοιχίζει το άτομο στη διαρκή καταπίεση και υποταγή, ενώ, ταυτόχρονα το επίπλαστο όνειρο καθενός για άσκηση όσο το δυνατόν «περισσότερης» εξουσίας τον ρίχνει στο κυνήγι της κοινωνικής ανέλιξης: και άλλη καταπίεση και άλλη υποταγή για αυτόν και τους γύρω του.
Αυτές οι συνθήκες, που έρχονται να ενισχυθούν από μια ζωή κενή συναισθημάτων και βιωμάτων, είναι αντιληπτές από κομμάτια υπηκόων και γι’ αυτό το σύστημα γεννά τουλάχιστον δυσαρέσκεια και αμφισβήτηση. Μια αμφισβήτηση που ξεκινά από διαφορετικά άτομα και στοχεύει σε διαφορετικούς τομείς της ζωής,. Πάραυτα, ο καπιταλισμός είναι ικανός να την καταστείλει εν τη γενέσει ή στην χειρότερη να την απομονώσει από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα και να την εξοστρακίσει από πάνω του.
Έτσι, το προνοητικά δομημένο συστημικό οικοδόμημα θα θεσπίσει δικαιώματα για κάθε υπήκοο και διαρκώς θα είναι σε θέση να ξεπερνά τα όρια που τίθενται από αυτό και έπειτα να επαναδιαπραγματεύεται μαζί του. Δικαιώματα που καθορίζουν τον χρόνο και τις συνθήκες εργασίας, που μοντελοποιούν τις σχέσεις οριοθετώντας τα επίπεδα επιβολής εξουσίας και δίνουν τη δυνατότητα σ’ όλους για μια εν δυνάμει συμμετοχή στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής (εκλέγειν και εκλέγεσθαι).
Πέρα όμως, από την θέσπιση δικαιωμάτων, το κοινωνικό οικοδόμημα προνοεί για την αποσυμπίεση της -εναντίον του- αντίδρασης. Έτσι, μες στο πέρασμα των αιώνων έχουν διαμορφωθεί πάμπολλες βαλβίδες αποσυμπίεσης, αρχής γενομένης απ’ τις θρησκείες, που με κώδικες συμπεριφοράς προωθούν μια παθητική στάση ζωής και ανάγουν την αντιπαράθεση στην καταπίεση, σε μια μεταφυσική και απείρως μελλοντική διαδικασία. Η παρωχημένη βέβαια αυτή βαλβίδα, πλέον αντικαθίσταται σταδιακά από τα σύγχρονα μας ψυχοφάρμακα που παθητικοποιούν και αδρανοποιούν το άτομο, από τις κερκίδες των γηπέδων που αν και μεταφέρουν την κοινωνική αντιπαράθεση στο εδώ και στο τώρα, την απομονώνουν από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα και την εξοστρακίζουν από το σύνολο του οικοδομήματος (στην καλύτερη δηλαδή να δεχτούν τα πυρά μιας σύγκρουσης οι μπάτσοι και οι σεκιούριτι), από τα μ.μ.ε. που θα γίνουν διαμεσολαβητές της αμφισβήτησης ικανοποιώντας τους παθητικούς πομπούς της και από τα εργατικά -κατευθυνόμενα από το κράτος- συνδικάτα που παίζουν αντίστοιχο ρόλο, ενώ ταυτόχρονα μετουσιώνουν την αόριστη μεν, συνολικότερη δε, αμφισβήτηση σε συγκεκριμένα και πετσοκομμένα συντεχνιακά αιτήματα συνοδεύοντας τα με το κατάλληλο τρόπο διεκδίκησης. Περιστρέφοντας τέλος, το βλέμμα μας στη μητρόπολη μπορούμε να αντιληφθούμε λίγο ακόμα, το πώς ο καπιταλισμός προνοεί ακόμη και για τη παραμικρή δυσαρέσκεια : δυνατότητες και χώροι αναψυχής, ψυχολόγοι, βιτρίνες και θεάματα, σε διαρκή ετοιμότητα να την εξορίσουν από το σύνολο συναισθημάτων των φορέων της.
Μπορεί βέβαια ο καπιταλισμός να αποτελεί ένα πολύ προνοητικό κοινωνικό σύστημα, μπορεί να διαθέτει δικλίδες ασφαλείας, μπορεί οι πάμπολλες βαλβίδες αποσυμπίεσης της αμφισβήτησης να αποτελούν δομικό του στοιχείο (η απαρίθμηση των οποίων σίγουρα δεν χωρά σ’ αυτό το κείμενο, αν και σε κάθε περίπτωση θα ήμασταν ανίκανοι να την περατώσουμε, για αυτό περιοριστήκαμε μερικά στις ουσιαστικότερες), όμως το άλμα από τη δυσαρέσκεια στην αμφισβήτηση είναι πάντα εφικτό να πραγματοποιηθεί.
Αρκετές φορές μάλιστα, η έκφραση αυτής της αμφισβήτησης ξεφεύγει από τις διάφορες δραστηριότητες που χρησιμοποιούνται ως βαλβίδες αποσυμπίεσής της και οδηγεί κάποιους ανθρώπους στο να δράσουν με τρόπους τέτοιους που να αμφισβητούν έμπρακτα την κυριότητα των ισχυόντων νόμων. Αν και οι νόμοι δεν είναι σταθεροί και το ποιες πράξεις τους παραβαίνουν ή όχι διαφέρουν ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο που εκδηλώνονται, το σύνολο των πρακτικών που παραβαίνουν τους εκάστοτε νόμους ονομάζεται στην κυρίαρχη γλώσσα, έγκλημα. Ωστόσο, αν και όλες αυτές οι πράξεις έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την στιγμιαία τουλάχιστον, διατάραξη της ομαλής κοινωνικής λειτουργίας, δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Οι διαφορές τους άπτονται σε πολλά σημεία. Από το πόσο διαχειρίσιμες είναι για την κυριαρχία και το ποιοι άνθρωποι θίγονται από την τέλεση τους, έως τα άμεσα αίτια που οδηγούν κάποιον να προβεί σε αυτές.
Παρά την ποικιλία που παρουσιάζουν αυτά τα αίτια, η αφετηρία τους είναι κοινή και δεν είναι άλλη από την ίδια την ύπαρξη της κοινωνικής μηχανής και τον αλλότριο και εγκλωβισμένο σε αυτήν τρόπο ζωής των ανθρώπων. Οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που γεννιούνται, το όνειρο της υλικής και πνευματικής αφθονίας που συνεχώς διαφημίζεται αλλά δεν προσφέρεται παρά σε ελάχιστους, η ίδια η κενότητα της ύπαρξης που αναπτύσσεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια οδηγούν αρκετούς ανθρώπους στην απόγνωση, στην κατάθλιψη, στην ψυχολογική διαταραχή στην αναζήτηση πλασματικών διεξόδων και όχι λίγες φορές στο έγκλημα. Αν και τα βαθύτερα αίτια των εγκληματικών συμπεριφορών έχουν αυτή τη κοινή αφετηρία εξελίσσονται σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του φορέα τους.
Έτσι, ο λόγος που κάποιος προβαίνει στη διάπραξη κάποιου εγκλήματος μπορεί να είναι ότι το βλέπει ως το πιο εύκολο ή ακόμα και το μόνο δυνατό μέσο για να αποκτήσει τον πλούτο που του έταξαν αλλά δεν μπόρεσε να αγγίξει μέσω των νόμιμων οδών. Το έγκλημα μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση της καταναλωτικής δύναμης, η οποία φέρει ένα μήνυμα ευτυχίας και ολοκλήρωσης που αναζητούν απεγνωσμένα τα άτομα στις προκαθορισμένες δραστηριότητες και διαδρομές των αστικών μητροπόλεων.
Η καπιταλιστική ευδαιμονία όμως, που πολλοί ονειρεύονται να βιώσουν, έχει και μία άλλη όψη. Η κατοχή της από κάποιους προϋποθέτει την περιθωριοποίηση και την εκμετάλλευση πολλών. Έτσι η καπιταλιστική πραγματικότητα αποτελεί για πολλούς έναν εφιάλτη. Κάποιοι άνθρωποι μέσα σ’ αυτήν, αναπτύσσουν αισθήματα μοναξιάς, απελπισίας, ματαιότητας (όλα παράγωγα της υπαρξιακής κενότητας που βιώνουν οι σύγχρονοι της στυγνής κοινωνικής αυτοκρατορίας) και οδηγούνται στη διάπραξη μικροεγκλημάτων (τσαντιές, κλοπές κ.λ.π.), στην προσπάθεια αναζήτησης διεξόδων απ’ την κυρίαρχη πραγματικότητα μέσω των ναρκωτικών. Χιλιάδες νέοι, ζουν κλέβουν ή και σκοτώνουν για μια δόση που θα τους βοηθήσει ν’ αποδράσουν για λίγο, από ένα σκατόκοσμο, από τον οποίο δεν κατάφεραν ν’ αφομοιωθούν, και απέναντι στον οποίο δεν βρήκαν τη δύναμη ή τις αιτίες να αντισταθούν. Τα πτώματα στα παγκάκια των πάρκων, γεμίζουν τη λίστα των παράπλευρων απωλειών που απαιτεί η εύρυθμη, καπιταλιστική/πολεμική λειτουργία, δίπλα στα πτώματα των πνιγμένων, διαμελισμένων, πυροβολημένων μεταναστών στα σύνορα, δίπλα στα πτώματα των εργατών που θυσιάζονται στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στο αντεστραμμένο είδωλο ενός αρρωστημένου κοινωνικού μοντέλου που κατατρώει τις σάρκες και τα μυαλά όλων μας, οδηγώντας κάποιους που δεν άντεξαν στα ψυχιατρεία και την χημική καταστολή, ενώ άλλους που εμπνεύστηκαν από τα πατριαρχικά πρότυπα της κοινωνίας , στη τέλεση εγκλημάτων όπως οι βιασμοί και η παιδοφιλία. Μερικές φορές, μάλιστα αυτά τα αισθήματα, εμποτισμένα με το μικρόβιο του ανταγωνισμού, που προωθείται από τον καπιταλισμό και η καταπίεση που βιώνει το άτομο μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα δημιουργώντας τους απωθημένα και ψυχολογικές διαταραχές, που κάποιοι εκφράζουν μέσα από την τέλεση αρρωστημένων πράξεων, π.χ. βιασμοί, παιδοφιλία, κτλ .
Άλλες φορές η παράβαση των νόμων εκφράζεται ως τρόπος «απόδοσης δικαιοσύνης» σε κοινότητες οι οποίες λόγω της σχετικής τους απομόνωσης και αυτονομίας, έχουν διατηρήσει μια παράδοση που εμπεριέχει άγραφους νόμους οι οποίοι πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη εκδοχή τους. Η διατήρηση και η εφαρμογή τους έχει να κάνει, επίσης, με το αίσθημα αλληλεγγύης που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών αυτών των κοινοτήτων, ωστόσο οι κώδικες συμπεριφοράς στους οποίους βασίζονται κάποιες φορές είναι βαθιά συντηρητικοί.
Διαχείριση του εγκλήματος
Προσπαθώντας να αναλύσουμε τη φύση και τις συνέπειες του εγκλήματος στην κοινωνική πραγματικότητα, πέρα από το άμεσο αποτέλεσμα του που είναι η στιγμιαία διατάραξη της, ανακαλύπτουμε το πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη μηχανή, για την εξομάλυνση -γιατί όχι και για την θωράκιση- της λειτουργίας της. Έτσι παρατηρούμε ότι το οργανωμένο -οικονομικής φύσης- έγκλημα και το παραεμπόριο μεγάλης κλίμακας λειτουργεί παράλληλα και συμπληρωματικά με την νόμιμη οικονομία. Τα κέρδη από αυτές τις παράνομες δραστηριότητες διοχετεύονται συνήθως σ’ αυτήν και τονώνουν τη δραστηριότητα της. Επιπλέον στην τόνωση της συμβάλει ένας ακόμη τύπος εγκλήματος, αυτός της διακίνησης λαθρομεταναστών που ενισχύουν τις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες με φτηνά εργατικά χέρια.
Ταυτόχρονα, το κράτος μπορεί να αντλήσει ακόμη ένα μεγάλο όφελος από το εγκλήματα. Μέσω της διάθλασης των εγκλημάτων από το προπαγανδιστικό φακό των Μ.Μ.Ε., ειδικά εκείνων των μορφών τους που μπορούν να πλήξουν τον καθένα π.χ. τσαντιές, διαρρήξεις κλπ, παράγεται ή ενισχύεται στους υπηκόους το αίσθημα της ανασφάλειας. Κατ’ επέκταση η ανάγκη της παροχής ασφάλειας που το κράτος πρόθυμα θα προσφέρει, αιτείται προς αυτό από τους πολίτες, χωρίς να γίνει μία από τα πριν αποτίμηση του ανταλλάγματος που θα ζητηθεί. Έτσι υπάρχει μια, σε γενικές γραμμές, αιτιολόγηση και ανοχή της συνεχούς αύξησης της καταστολής που διατηρεί και προφυλάσσει στην ουσία την ίδια την μηχανή.
Δεν είναι όμως μόνο το ότι το έγκλημα τροφοδοτεί το φόβο και την ανάγκη για ένστολη επιτήρηση. Δεν είναι μόνο το ότι αφομοιώνεται και συμβάλει στην οικονομική και εμπορική δραστηριότητα. Έχει ένα ακόμη υλικό αντίκτυπο, καθώς γύρω από την καταπολέμησή και νομική του μετάφραση αναπτύσσεται μία ακόμη εσωτερική οικονομία. Πολλοί άνθρωποι σπουδάζουν, ζουν και πλουτίζουν γύρω από την κατασταλτική και νομική διαδικασία, όπως οι δικηγόροι, οι δικαστικοί , οι κλητήρες, τα γουρούνια της ελας, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι κλπ.
Έγκλημα και τιμωρία
Παρά τα όποια οφέλη που μπορεί το κράτος να αντλεί από «εγκληματικές συμπεριφορές», γεννημένες από την ίδια τη φύση της εξουσιαστικής κοινωνίας, η εκδήλωση τους μπορεί παράλληλα να πλήξει την τάξη που αποζητά μία μερίδα του κοινωνικού συνόλου. Έτσι οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή του αισθήματος της ασφάλειας στους πολίτες είναι αναγκασμένοι να αποδείξουν την προστατευτική τους δεινότητα, ενισχύοντας παράλληλα και την εικόνα της «κρατικής παντοδυναμίας». Είναι λοιπόν, έτοιμοι να τιμωρήσουν όποιον παρανομεί. Όμως, η επιβολή των συνεπειών σε όσους συλλαμβάνονται να παρανομούν δεν αποτελεί απλά μια πράξη απόδοσης δικαιοσύνης ή έκφραση της εκδικητικότητας του κρατικού μηχανισμού, αλλά έχει μια ευρεία στοχοθεσία. Ένας από τους στόχους της είναι να απομονωθούν από το κοινωνικό σώμα όσο γίνεται περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που προχωρούν σε παραβατικές συμπεριφορές. Ένας άλλος, ίσως ο σημαντικότερος, είναι η διαιώνιση της συνεχούς απειλής της τιμωρίας, λειτουργώντας έτσι και ως αποτρεπτικός παράγοντας στη τέλεση εγκλημάτων για αυτούς που μπορεί να τα αντικρίζουν ως δελεαστική μέθοδο επιβίωσης. Συμβάλλει λοιπόν στη διατήρηση της τάξης, και σε μια κατάσταση σχετικής ειρήνης σε ένα κοινωνικό σώμα που αποτελείται από πολλές ομάδες που συχνά έχουν αντιφατικά και συγκρουόμενα συμφέροντα.
Η έννοια της δικαιοσύνης
Το νομικό σύστημα, οι θεσμοί που το συγκροτούν και ο ορισμός του εγκλήματος, βασίζονται στην έννοια της δικαιοσύνης. Αδιαίρετο κομμάτι της ηθικής, το οποίο γεννήθηκε και εξελίσσεται μαζί της μέσα στα σπλάχνα της κοινωνίας και συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην αναπαραγωγή της, διατηρώντας μια φαινομενική συνεκτικότητα μεταξύ των κατακερματισμένων και ανταγωνιστικών κοινωνικών ομάδων και ατόμων.
Το γεγονός αυτό, ενισχύεται επίσης από την προώθηση της έννοιας της δικαιοσύνης ως κοινό αντιληψιακό και συνειδησιακό κτήμα του κοινωνικού συνόλου. Μέσω της οικουμενικής διάστασης που εκπέμπει, επιβάλλεται μια διπολική αντίληψη σωστού και λάθους, δικαίου και αδίκου που θα πρέπει να είναι αποδεκτή από όλους με τον ίδιο τρόπο. καθορίζοντας στην ουσία, το τι είναι και το τι δεν είναι επιτρεπτό να πράξει κάποιος. Κάτι τέτοιο βέβαια ισχύει για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και τοποθεσίες, αφού η ηθική κατ’ επέκταση και η δικαιοσύνη δεν είναι πάγιες, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα τον χρόνο και τον τόπο όπου παρατηρούνται.
Ο θεσμός της δικαιοσύνης
Στην αστική δημοκρατία η κοινωνική ζωή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και ταυτόχρονα ελέγχεται από ένα δίκτυο θεσμών. Ένα δίκτυο που αυτοματοποιεί τις περισσότερες από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για την κάλυψη των αναγκών τους, αφαιρώντας τους την ικανότητα να ορίσουν οι ίδιοι τις ζωές τους. Από την πληθώρα των θεσμών που καλύπτουν πτυχές της καθημερινότητας δεν θα μπορούσαν να λείπουν και αυτοί που σχετίζονται με την δικαιοσύνη. Αυτοί αποτελούν κάποια από τα σημαντικότερα αναχώματα του αστικού πολιτισμού. Οι νομοθετικοί θεσμοί είναι αυτοί που καθορίζουν το επίσημο νομικό πλαίσιο, ανάλογα με τις μεταβολές διαφόρων παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους είναι οι συσχετισμοί κοινωνικών δυνάμεων, το κοινωνικό κλίμα, τα συμφέροντα εξουσιαστικών πόλων κτλ. Το πλαίσιο αυτό ορίζει στην ουσία το τι θεωρείται έγκλημα, σχεδιάζει τα όρια μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας, μεταξύ του επιτρεπτού και του απαγορευμένου. Ο θεσμός που θα απονείμει την δικαιοσύνη, που θα κρίνει δηλαδή το τίμημα που καλείται να πληρώσει όποιος ξεπερνά αυτά τα όρια, είναι ο δικαστικός. Αν και ο γενικότερος ρόλος αυτού του θεσμού έχει αναλυθεί σε παραπάνω παραγράφους του κειμένου, όπου αναφέραμε τον ρόλο της τιμωρίας και της έννοιας της δικαιοσύνης, τις οποίες και εκφράζει στον υλικό κόσμο, αξίζει να αναφερθούμε λίγο ειδικότερα στην αντιμετώπιση που επιφυλάσσει απέναντι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση που μας αφορά και άμεσα.
Αυτή της αναρχικής επαναστατικής δράσης στις περιπτώσεις που αυτή παραβαίνει τους νόμους. Κάτι που δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει μιας και σκοπός της αναρχικής επανάστασης είναι η καταστροφή της εξουσίας και οι πράξεις αυτών που στοχεύουν προς κάτι τέτοιο δεν μπορούν παρά να έρχονται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη νομιμότητα.
Απέναντι σ’ αυτές τις πράξεις η δικαιοσύνη είναι αμείλικτη, ενισχύοντας συνεχώς το οπλοστάσιο της και εξαντλώντας την αυστηρότητά της όταν αντιμετωπίζει άτομα που κατηγορούνται ότι έχουν διαπράξει κάποιες από αυτές. Η αυστηρότητα της τιμωρίας που θα επιβληθεί σε όσους αντιτίθενται στην ίδια την φύση του κράτους και της εξουσίας αποτελεί, πέρα από μια εκδικητική πράξη, παράδειγμα, που θα λειτουργήσει σε μία κατεύθυνση αποθαρρυντική για όσους σκέφτονται να κάνουν κάτι παρόμοιο. Είναι μια προσπάθεια της κυριαρχίας να κάμψει το ηθικό των επαναστατών, να παύσει την δράση όσων περισσότερων μπορεί από αυτούς και να αναδείξει τον αγώνα τους ως μάταιο. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, αφού ο αγώνας αυτός στοχεύει στην καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο η δικαιοσύνη προστατεύει και φροντίζει για την διαιώνισή του.
Το έγκλημα της ελευθερίας εμπερικλείει όλα τα εγκλήματα
Αν αυτή η κατηγορία «εγκληματιών», λοιπόν, είναι επικίνδυνη για το κράτος, είναι γιατί παραβαίνει τους νόμους συνειδητά, έχοντας θέσει μία προοπτική που δεν είναι άλλη από αυτή της οριστικής τους κατάρρευσης μαζί με αυτή του εξουσιαστικού πολιτισμού που τους γέννησε και που τους προωθεί ως κάτι το αναγκαίο και το αναπόφευκτο. Κάπου εδώ βρίσκουμε και εμείς τους εαυτούς μας, αφού έχοντας ζήσει σε έναν κόσμο ανελευθερίας, όπου οι επιλογές που μπορεί να κάνει ένα άτομο είναι στην πλειοψηφία τους, αν όχι στην ολότητα τους, προκαθορισμένες και όπου στερούμαστε την ικανότητα να ορίζουμε τις ζωές μας ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί, η καταστροφή του μετατράπηκε σε μία από τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Αποφασίσαμε λοιπόν να την ακολουθήσουμε πορευόμενοι πάνω σε ένα μονοπάτι διάνοιξης πιθανοτήτων που θα συμβάλουν προς αυτόν τον σκοπό. Στην πορεία μας αυτή, βρεθήκαμε στην φυλακή από όπου και αισθανόμαστε ότι οφείλουμε (για άλλη μια φορά) να επικοινωνήσουμε το πως βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε τον πόλεμο απέναντι στο κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης και τους νόμους του.
Από την «ελεύθερη» διαδρομή μας στην ζωή συνειδητοποιήσαμε ότι το να επιτεθούμε με λόγο και πράξη στην διαιώνιση της κοινωνίας, όντας έτσι έτοιμοι να παραβούμε τους νόμους της είναι ένας μονόδρομος για να συμβάλουμε στην συγκρότηση και την ενδυνάμωση μιας συλλογικής επαναστατικής δύναμης που δύναται να αντιπαρατεθεί και να καταστρέψει την κοινωνική μηχανή. Πιστεύοντας πως η πρόκληση πληγμάτων στην εικόνα του «παντοδύναμου κράτους», πέρα από την πραγμάτωση των επιθυμιών μας και την δική μας συμβολή στον πόλεμο που διεξάγεται, συμβάλει στην απόδειξη πως η δύναμη της άρνησης, έστω και ενός ατόμου, πόσο μάλλον μιας συλλογικότητας, είναι ικανή να φέρει αποτελέσματα. Μπορώντας παράλληλα να δημιουργήσει και ένα έναυσμα για την λήψη αποφάσεων αγώνα εναντίον του κράτους από άλλους ανθρώπους. Αυτή η πορεία δεν είναι μια προσπάθεια άμεσης επίτευξης της δικιάς μας απόλυτης απελευθέρωσης μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Κι αυτό γιατί ενώ είναι δυνατό στο σήμερα να οικοδομούμε ως έναν βαθμό σχέσεις αλληλεγγύης και η δράση μας να δημιουργεί στιγμιαία βιώματα ελευθερίας για εμάς, δεν παύουμε να υπάρχουμε μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας. Αφενός φέροντας χαρακτηριστικά της στην συμπεριφορά μας, αφετέρου υπογράφοντας συμβάσεις για να επιβιώσουμε, να δυναμώσουμε, να κερδίσουμε χρόνο. Για αυτό το λόγο, απορρίπτουμε λογικές επαναστατικής καθαρότητας που υποτίθεται πως αψηφά κάθε νόμο και σύμβαση, μιας και θεωρούμε κάτι τέτοιο πρακτικά αδύνατο, μέσα στο πλαίσιο μιας ζωής που εκδηλώνεται υπό την επίβλεψη του κράτους και της κοινωνίας.
Σίγουρα, λοιπόν, είναι όμορφο για εμάς το ότι καταφέραμε να σπάσουμε πολλούς από τους φόβους μας και ένα κομμάτι της ηθικής που μας περιβάλλει. Γνωρίζουμε ωστόσο πως αυτό δεν μας καθιστά υλικά ελεύθερους, αφού δεν έχουμε καταφέρει, ακόμα, να ξεριζώσουμε συνολικά την ύπαρξη των νόμων. Αφού δεν έχουμε καταφέρει, ακόμα, να αυτοκαθορίσουμε τις υπάρξεις μας, όχι αρνητικά φορτισμένες απέναντι στην κοινωνία, αλλά θετικά φορτισμένες απέναντι στην συνολική απελευθέρωση του ανθρωπου και της φυσης και την εκ νέου οικοδόμηση της ζωής με τους δικούς μας όρους.
«Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι,
μ’ ένα παλιό τραγούδι χαρωπό,
που τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι
και λέει στο γλυκό του το σκοπό:
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει…»
Υπάρχουν και φορές που η σιωπή είναι χρυσός, ή αλλιώς: «Στο όνομα τίνος παρόντος έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε το παρελθόν μας;»…
«Συνεκτιμημένης της συγκεκριμένης πολιτικής μας ταυτότητας που δεν θα επιτρέψουμε να αλλάξει μπροστά στον φόβο καμιάς ποινής ακόμα κι αν αυτή δεν «στέκει», αλλά και της δεδομένης ξεκάθαρης στάσης ζωής μας που δεν πρόκειται να αλλάξει για να γίνουμε συμπαθείς ή «αθώοι» στα μάτια κανενός ανακριτή, δεν είμαστε διατεθειμένοι να αυτοανακηρυχθούμε θύματα και αρνούμαστε να δώσουμε στον εχθρό αυτό που θέλει: την επαναστατική/ συνειδησιακή μας αυτοκτονία μέσα από ένα τριπάκι ερωταπαντήσεων και αληθινών ή ψεύτικων άλλοθι της κάθε πλευράς που θα στηρίζεται μάλιστα στο ότι δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε.»
«Όταν η τιμωρία μας βρίσκει περήφανους και έτοιμους να την αντιμετωπίσουμε χάνει την πραγματική της χρήση. Όταν από την άλλη, ο φόβος κυριαρχεί πάνω μας και επηρεάζει την κάθε μας επιλογή, μπαίνοντας πάνω από την ουσία της ίδιας της επιλογής, τότε η τελευταία χάνει τον επαναστατικό της χαρακτήρα.»
«Η ανάγκη λοιπόν για να χτυπήσουμε, ο καθένας με τον τρόπο που τον εκφράζει, την ίδια τη διαδικασία της τιμωρίας μας, δεν είναι επιτακτική μόνο για στρατηγικούς λόγους. Είναι ένα πρώτο βήμα προς την πραγμάτωση του αναρχικού πειράματος. […] Αν αντιληφθούμε τις διώξεις-συλλήψεις-φυλακίσεις μας ως μια προσωπική –για τον καθένα μας- τιμωρία από το κράτος, ξεκόβοντάς τες από τις αιτίες που πυροδότησαν την δράση μας αλλά και τον περιρρέοντα κοινωνικό χωροχρόνο, δεν αποκλείεται να οδηγηθούμε σε εξατομικευμένες λύσεις, που μας αποκόπτουν από τις διαδικασίες όξυνσης κι εξέλιξης του κοινωνικού εμφυλίου πολέμου. Είτε έχουμε σχέση με τις κατηγορίες, είτε όχι, είτε αυτές είναι διογκωμένες είτε είναι ωμά εκδικητικές για την γενικότερη δράση κάποιου/ ας συντρόφου ή συντρόφισσας, να μην σταθούμε σε μια μονοσήμαντη προσέγγιση τους, αλλά να τις δούμε ως μια νέα αφορμή πολέμου, ανηλεούς και αδιαπραγμάτευτου, με τους δυνάστες τις ζωής. Σε μια εποχή έντονης πόλωσης του κοινωνικού σώματος, σφοδρών συγκρούσεων και χτυπημάτων μεταξύ των δυνάμεων της ανελευθερίας και της επανάστασης, σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν εφικτά, οι κυρώσεις που δεχόμαστε, κυοφορούν ένα μήνυμα φόβου για το σύνολο των ανθρώπων που αγωνίζονται, για τον ευρύτερο ανατρεπτικό χώρο. Είναι μόνο μια προσπάθεια του κράτους να αποτρέψει εμάς και άλλους, σήμερα και αύριο, από το να συμμετέχουμε στις ονειρικές μάχες που θα έρθουν για την δικιά μας έφοδο στον ουρανό. Τώρα που, περισσότερο από ποτέ, το κράτος προσπαθεί να εμφυσήσει το φόβο σε όσους αγωνίζονται, σε όσους σκέφτονται ή θα σκεφτούν να το κάνουν, να δώσουμε σκληρές απαντήσεις απέναντι στην καταστολή ή καλύτερα να μείνουμε σκληρόπετσοι απέναντι στα χτυπήματά της, ο καθένας με την αντίληψη, τον τρόπο και τον λόγο του.»
«Αρνούμαι να συνδιαλλαγώ σε προσωπικό, πόσο μάλλον σε πολιτικό επίπεδο με οποιαδήποτε «αρμόδια» αρχή. Επικυρώνοντας έτσι στη συνείδησή μου, στη συνείδηση των συντρόφων μου και στην συνείδηση των εχθρών μου, την διαδικασία εκείνη κατά την οποία κάποιοι και μάλιστα κάποιοι τους οποίους εχθρεύομαι ,ορίζονται ως οι κατάλληλοι για να κρίνουν τον αναρχικό αγώνα. Ξεπερνώντας την συμμετοχή ή όχι κάποιου αναρχικού στις πράξεις που του αποδίδονται, αντιλαμβάνομαι τις διώξεις αγωνιστών, την πρόσφατη δίωξή μου, την αιχμαλωσία δεκάδων αναρχικών επαναστατών, κομμάτι μιας καθολικής σύγκρουσης αξιών, κομμάτι του κοινωνικού εμφυλίου πολέμου. Δεν πρόκειται να τους χαρίσω ούτε κουβέντα, ακόμα και τώρα, μένοντας συνεπής απέναντι στην επιθυμία μου, αλλά και στο στοίχημα που έχω θέσει με τον εαυτό μου και τους συντρόφους μου, για να παραμείνω ο εαυτός μου και να συνεχίσω τον Αγώνα ακέραια, χωρίς συνδιαλλαγές με τους διώκτες μου.»
«Το κόστος; Φαντάζει ελάχιστο μπροστά στο κόστος που αναλογεί σε μια ζωή βουτηγμένη στην σιωπή και την κανονικότητα.»
«Το να βρίσκεσαι στην μειονεκτική θέση του εγκλεισμού δεν συνεπάγεται και του συνειδησιακού σου ευνουχισμού. Η αλληλεπίδραση σου με τους έξω, οι αγώνες σου μέσα στη φυλακή, η παραγωγή κριτικού λόγου για τα όσα συμβαίνουν και στις δύο πλευρές των τειχών είναι η ρωγμή και το ουσιαστικό ξεπέρασμα του καθεστώτος απομόνωσης που σου έχει οριστεί να ζήσεις ως απάντηση στον αγώνα σου ενάντια στο σύστημα. Για αυτό λοιπόν έχει ιδιαίτερη σημασία το ποια θα είναι η στάση που θα κρατήσει κάποιος που αγωνίζεται, όταν έρθουν τα «δύσκολα» και μιλάμε τόσο για τη στάση απέναντι στον εχθρό, όσο και γι’ αυτήν απέναντι στους συντρόφους του. Και ξεπερνώντας το αν αναλαμβάνει κάποιος την πολιτική ευθύνη των όσων κατηγορείται (αυτό ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες –η επανάσταση δεν χρειάζεται ούτε μάρτυρες μα ούτε και δηλωσίες-) πρέπει να μιλήσουμε ξανά και ξανά για το ζήτημα της αναγνώρισης των διαδικασιών τιμωρίας του εχθρού. Η περηφάνια πρέπει να συνδυαστεί με την περιφρόνηση και η εξυπνάδα με την ξεκάθαρη πολεμική θέση απέναντι στο σύστημα, ακόμα και στις χειρότερες των περιπτώσεων. Η ακύρωση της δικαστικής διαδικασίας του σωφρονισμού έρχεται μέσα από την μη αναγνώρισή της από τον ίδιο τον διωκόμενο. Δεν μπορούμε να κριτικάρουμε την κάθε περίπτωση συγκεκριμένα, τουλάχιστον όχι όσο εμείς είμαστε ακόμα έξω, χωρίς να έχουμε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις. Μπορούμε απλά να πούμε πως έχουμε βαρεθεί να ακούμε τους αναρχικούς μέσα κι έξω, που ασχολούνται 24 ώρες το 24ωρο με το ποια κατηγορία πέφτει και το ποια όχι, έχουμε αηδιάσει με όσους έχουν αποκηρύξει ιδέες και πρακτικές, έχουμε ξενερώσει με όσους δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο νομικό σκέλος μιας υπόθεσης, αφήνοντας πίσω το «πολιτικό». Και προφανώς δεν μιλάμε για μια απαξίωση των «νόμιμων» μέσων για την απελευθέρωση ενός φυλακισμένου, αυτό είναι κάτι που δεν αφορά το σύνολο των επαναστατών και τις διεργασίες τους, απλά αναρωτιόμαστε, τι θα γινόταν αν όλος αυτός ο κόσμος ασχολιόταν με το πώς θα βγάλουμε τους δικούς μας, πάση θυσία και μάλιστα με πιο «δικούς» μας τρόπους. […] Γιατί ρε γαμώτο κι αυτό ας το καταλάβουν καλά όσοι δεν σταματάν να παπαγαλίζουν νομικά παράθυρα και χαμηλούς τόνους αναπαράγοντας την ήττα με τον χειρότερο τρόπο, όταν ζεις όμορφα, δηλαδή όταν ζεις στον αγώνα, δεν έχεις κάτι να κρύψεις, δεν έχεις κάτι να ντραπείς, δεν έχεις κάτι να φοβηθείς. Και προφανώς δεν μιλάμε για τη στάση κάποιου απέναντι από τις αρχές. Αλλά απέναντι στους συντρόφους που συνεχίζουν. Αντίθετως: Έχεις ένα σωρό που θες να μοιραστείς. Αγωνίες και λάθη, ένταση και γλύκα. Αυτός είναι ο θησαυρός μας, αυτό που πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε στους επόμενους για να κρατηθεί το στοίχημα που έχουμε βάλει, το επαναστατικό στοίχημα, ζωντανό. Γιατί αν οι εκρήξεις και οι κρότοι κρατάν την κοινωνία σε εμπόλεμη κατάσταση, η μη καταδίκη τους ή η υπεράσπιση τους πάνω στην στραβή, δίνει το κουράγιο για τη συνέχεια, αλλά και το έναυσμα για όσους τώρα ξεκινάν αυτό το όμορφο ταξίδι της ανταρσίας. Η ήττα κάποιου λοιπόν, δεν έρχεται όταν βρίσκεται στα χέρια του εχθρού. Αλλά όταν σφυρίξει αδιάφορα ή καταδικάσει πρακτικές αγώνα, το σκεπτικό που βρίσκεται από πίσω τους και μάλιστα μπροστά από τους μπάτσους ή τους δικαστές. Και ξανατονίζουμε. Η επανάσταση δεν έχει ανάγκη από μάρτυρες. Δεν είμαστε χριστιανοί. Ωστόσο αποζητούμε από εμάς αλλά και από τους συντρόφους μας, να έχουμε τη δύναμη να παραμείνουμε αναλλοίωτοι όταν βρεθούμε στα χέρια του εχθρού, να είμαστε περήφανοι, όπως ήμασταν και πριν τη στραβή. Να έχουμε ξεκάθαρο ότι η επιλογή του να μετέχουμε στον κοινωνικό πόλεμο, διαλέγοντας το στρατόπεδο της επανάστασης, έχει ένα κόστος. Κόστος που όμως έχει ζυγιαστεί βάσει συνείδησης από τα πριν. Και το ταξίδι που ακολουθεί την πυξίδα της συνολικής άρνησης της ηθικής αυτού του κόσμου, σταματά μόνο, όταν γίνουν αποδεκτοί από εμάς τους ίδιους οι νόμοι της κοινωνίας, αλλά και η τιμωρία της απέναντι μας. Για να τελειώνουμε με την κατάθεση της δικής μας οπτικής πάνω στο ζήτημα της στάσης ενός φυλακισμένου. Η άρνηση (προερχόμενη μάλιστα από τον φόβο) ενός κομματιού του εαυτού σου, είναι ποινή χειρότερη από τα 10 ή 20 χρόνια που μπορεί κάποιος μπάσταρδος δικαστής να σε καταδικάσει. Είναι μια ποινή που όρισες ο ίδιος για τον εαυτό σου, αρνούμενος τα όσα αγάπησες και τα όσα μίσησες, μια ποινή που θα σε συνοδεύει για πάντα, ως την στιγμή που οι παππούδες μας έχουν περιγράψει ως στιγμή του απολογισμού. Την στιγμή που θα αναρωτηθείς το πώς έζησες και το τι έκανες.»
«Κάθε κίνηση εναντίον ενός από εμάς είναι και κίνηση προς όλους μας, έτσι όλοι μαζί θα την αντιμετωπίσουμε.»
Επαληθεύοντας…
Αυτές ήταν κάποιες από τις σκέψεις μας, απλωμένες στον χωροχρόνο που δράσαμε και αναπνεύσαμε («νομιμότητα»-φυγοδικία-φυλακή, εδώ και 2 χρόνια), πριν φτάσουμε στο σήμερα. Στο σήμερα που μας τίθεται το ερώτημα για το ποια θα ήταν η πιο ουσιαστική μας στάση απέναντι στη δικαιοσύνη. Ουσιαστική τόσο για το πιο γρήγορο προσωπικό μας «ξεμπέρδεμα», όσο και για τον προσωπικό μας αγώνα απέναντι της, που δεν είναι κάτι ξέχωρο από τους συλλογικούς αγώνες τόσο απέναντι σ’ αυτή, όσο και απέναντι στον πολιτισμό που την γέννησε.
«Θα φέρουμε την καταιγίδα στο όνομα της αγάπης μας. Ας μην προσπαθήσει κανείς να την διαγνώσει, ποτέ δεν θα του βγουν οι λογαριασμοί. Χαθήκαμε στην τρέλα, το δάσος που περπατούσαμε μας κατάπιε. Μερικές μέρες πριν, μερικούς μήνες πριν βρήκαμε ένα μονοπάτι θαμμένο κάτω από τα φύλλα του φθινοπώρου. Περπατήσαμε κι ακόμη περπατάμε. Αργά- αργά φτάνουμε στα όρια. Σας διαβεβαιώνουμε ότι δε θα πέσουμε. Ετοιμαστείτε, είμαστε εδώ. Μακρά η ζωή για τα παιδιά που αγωνίζονται.»
Μέσα στην πορεία μας στον αναρχικό επαναστατικό αγώνα, έχουμε αρχικά κατανοήσει και αργότερα συμβάλει προς το να μην αποτελείται από μια συμπαγή και ομογενοποιημένη θεωρητικοπρακτική αντίληψη, αντίθετα να συνενώνει και να συνενώνεται από έναν γαλαξία επιλογών και σκεπτικών, που τον κάνουν ζωντανό, ευέλικτο, επικίνδυνο, ουσιαστικά αντιεξουσιαστικό. Μέσα από αυτή, την πλούσια σε ζωή και σε πιθανότητες εξέλιξης, διαφορετικότητα, γεννιέται και η οξυμένη ατομική/ συλλογική κριτική αντίληψη που μπορεί και πρέπει να συνθέτει αποδομώντας και αναδομώντας τις αποκλίνουσες θεωρήσεις και όχι να κατακερματίζει ή να απομονώνει. Υπάρχει βέβαια η αναγκαιότητα, για εμάς τουλάχιστον, και ως στοιχείο απαραίτητης ωρίμανσης του ίδιου του αγώνα, να επιτευχθούν κάποιες μίνιμουμ συμφωνίες όσον αφορά το στρατηγικό του ξεδίπλωμα, αλλά αυτό το ζήτημα θα το προσεγγίσουμε σε επόμενο κείμενο μας.
Τα διαφορετικά επαναστατικά σκεπτικά λοιπόν, δε θα μπορούσαν να μην παρατηρούνται και στην στάση που κρατάνε οι, κατά καιρούς, αιχμάλωτοι του κοινωνικού εμφυλίου πολέμου, και πιο συγκεκριμένα όταν βρίσκονται απέναντι στην τιμωρία από τους ανακριτές, τα συμβούλια, τους δικαστές και τους εισαγγελείς, τις έμψυχες αποτυπώσεις της βίας και του περιορισμού των νόμων και της δικαιοσύνης.
Έχοντας επίγνωση ότι μπορούμε να βρεθούμε στη φυλακή με ή χωρίς στοιχεία, με τις συλλογικές σχέσεις και την ατομική πίστη στο σκοπό της ατομικής και συλλογικής απελευθέρωσης να παίζουν καταλυτικό ρόλο, είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μας η ιδέα του να μην χαρίσουμε ούτε λέξη στους διώκτες μας, ακόμα κι αν αυτή δεν είχε να κάνει με τη μεταμέλεια ή τη συνεργασία μας, που πιστεύουμε ότι είναι και το κύριο ζητούμενο της ίδιας της διαδικασίας της τιμωρίας.
…Ούτε κουβέντα στον εχθρό
«Η μηχανή αδυνατεί να προσεγγίσει την αλήθεια μας, δηλαδή την άρνηση αυτής της κοινωνίας. Το να την υπερασπιζόμαστε με καλούς τρόπους είναι αδύνατο. Άσχημοι καιροί. Ήρθε η ώρα για επίθεση.»
Πιστοποιώντας και επαληθεύοντας τις πρώιμες σκέψεις μας από όταν ήμασταν έξω, αποφασίσαμε να πάρουμε δύο επιλογές, που επιθυμούν να εκπληρώσουν έναν διττό στόχο μας:
Τόσο, το να σταθούμε συλλογικά απέναντι στην τιμωρία που μας επιβάλλεται ξεπερνώντας στην πράξη το δίπολο αθωότητας-ενοχής και τις περαιτέρω λεπτομέρειες–στοιχεία που εμπλέκουν τον καθένα μας, ακυρώνοντας την κύρια επιδίωξη του κράτους σε περιπτώσεις συλλογικών διώξεων που δεν είναι άλλη από τις εξατομικευμένες λύσεις για επιλογές που έχουν υπάρξει κοινά νοηματοδοτημένες.
Όσο, το να αποπειραθούμε να αρνηθούμε το κατα δύναμη, τον ίδιο το φόβο που προσπαθεί να μας εμφυσήσει το καθεστώς στερώντας την ελευθερία των κινήσεων μας, μένοντας αναλλοίωτοι απέναντι του.
Οπότε,
Επειδή δεν μπορούμε να δούμε το δικαστήριο σαν μέσο αναπαραγωγής του λόγου μας κι επειδή μας φαντάζει αδιανόητο να προσπαθούμε να πείσουμε για το αν είμαστε «αθώοι» ή «συνειδητά ένοχοι», κάποιους διαταραγμένους που ελαφρά τη καρδία, φροντίζουν να μένουν μακριά από τους ανθρώπους τους μερικές χιλιάδες «παρανομούντων» (αν και σεβόμαστε απεριόριστα τους ανθρώπους που υπερασπίζονται την επαναστατική τους ταυτότητα και μπροστά στους κοινούς μας εχθρούς)…
Επειδή δεν τρέφουμε αυταπάτες, ούτε μας αφορά για το αν το κράτος μας δικάζει ως συνειδητούς εχθρούς του, μιας και αυτό νομίζουμε ότι γίνεται ήδη κατανοητό από τις επιβαρυντικές διατάξεις (που μάλιστα προσπαθούν να μειώσουν την αξιακή μας αντιπαράθεση, χαρακτηρίζοντάς μας ως μέλη ιεραρχικά δομημένων οργανώσεων) ενώ ταυτόχρονα η ίδια μας η πορεία στη ζωή όπως και τα λόγια των συντρόφων και των συντροφισσών μας, κάνουν ξεκάθαρο το ότι μεταξύ των δυνάμεων της ελευθερίας και του κράτους υπάρχει μια άβυσσος πολέμου που δεν χρειάζεται περαιτέρω περιγραφή για να εδραιωθεί στις μνήμες και στις συνειδήσεις όσων παρευρεθούν στο δικαστήριο (δικαστές, δικηγόροι, μπάτσοι, σύντροφοι, συντρόφισσες)…
Επειδή αναγνωρίζουμε πως η δίκη, η κάθε δίκη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας παραμονής μας στη φυλακή (όσο η κοινότητα του αγώνα επεκτείνεται ή συσπειρώνεται, αποκτά την υλική δύναμη να αποσπάσει έναν αιχμάλωτο της και αυτό έχει φανεί ιστορικά) …
Επειδή είναι σημαντικό για εμάς να μην ευτελίσουμε την προσωπική και συλλογική μας ζωή, διαφυλάττοντας τα λάθη μας, τις ανησυχίες, τα όνειρα, τις σχέσεις και γιατί όχι τους φόβους μας από το αδιάκριτο μάτι της δικαιοσύνης…
Επειδή αυτά που έχουμε αγαπήσει και αυτά που έχουμε μισήσει, αυτά για τα οποία έχουμε αγωνιστεί δεν χωράν σε απολογίες, δικογραφίες και θέατρα (ολικής ή μερικής) άρνησης τους για να επιτευχθεί η, με κάθε κόστος, μικρότερη παραμονή μας στη φυλακή (αν και μπορούμε να κατανοήσουμε το σκεπτικό που λέει ότι ο επαναστάτης είναι πιο χρήσιμος έξω…)
Επειδή, συνοπτικά, έχουμε κατανοήσει πως δεν μας αρμόζει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, από το να σιωπήσουμε…
Αποφασίσαμε να μην παραβρεθούμε στα δικαστήρια που έρχονται, αρνούμενοι ουσιαστικά την διαδικασία της απολογίας μας, και μη βρίσκοντας κάποιο λόγο να παραμείνουμε σε αυτά, από τη στιγμή που δεν είμαστε διατεθειμένοι, ούτε να βοηθήσουμε στην διαλεύκανση των υποθέσεων, ούτε να τις προσδώσουμε κάποιο περαιτέρω «πολιτικό» στίγμα.
Σαν συνέχεια αυτής της επιλογής μας έρχεται η απόφαση του να δούμε τις διαφορετικές κατηγορίες που μας προσάπτουν, σαν μια αφορμή δημοσίευσης του λόγου μας για διαφορετικές θεματικές του αναρχικού επαναστατικού αγώνα. Από την οικοδόμηση επαναστατικών υποδομών πολύμορφης δράσης, μέχρι το διάχυτο αντάρτικο υψηλής οικειοποιησιμότητας, από το ζήτημα της τεχνολογίας και της ζωής στην πόλη μέχρι το ζήτημα της επιλογής της φυγοδικίας, από την επιλογή του εξοπλισμού της επαναστατικής κοινότητας μέχρι τη στάση κάποιου στη φυλακή, από την εργασία ως τον θεμέλιο λίθο του καπιταλισμού μέχρι την άρνηση της, έχουμε και θέλουμε να πούμε πολλά.
Θεματικές τις οποίες, κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, θα αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε μαζί, άσχετα με το αν είμαστε όλοι κατηγορούμενοι για όλα. Έτσι πιστεύουμε ότι διατηρούμε την συλλογική μας ταυτότητα ακέραια και ταυτόχρονα απευθυνόμαστε στους ανθρώπους από τους οποίους επιδιώκουμε την επικοινωνία, την συνδιαμόρφωση, την κριτική.
Στους μόνους ανθρώπους που μπορούμε, κοιτάζοντας τους κάποια στιγμή στα μάτια, να παραδεχτούμε το αν και που έχουμε σφάλει ή ζημιώσει την εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας, στους ανθρώπους που –παρά τις διαφορετικές οπτικές- αγωνίζονται στους δρόμους των πόλεων για την απελευθέρωση του ανθρώπου και της φύσης. Στους ανθρώπους που, σήμερα ή αύριο, αυτά που έχουμε να πούμε, δεν θα τους είναι αδιάφορα, και που χωρίς να ταυτίζονται, θα διαγνώσουν σε αυτά την οικειότητα ενός κοινού σκοπού, την φλόγα ενός κοινού πάθους για τη καταστροφή της εξουσιαστικής κοινωνίας και την απελευθέρωση της ζωής.
Μετρώντας τις συμβάσεις μας
Ταυτόχρονα επειδή πιστεύουμε πως υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει ολομέτωπη ρήξη (ασχέτως με το τι ισχυρίζεται κανείς) σ’ έναν πόλεμο αντοχής σαν αυτόν που διεξάγεται αμφίδρομα ανάμεσα στο κράτος και σε όσους δεν ορίζονται πλέον ως υπήκοοί του και αναγνωρίζοντας ότι αποτελεί μια σύμβαση μέσα σε αυτές που υπογράφουμε καθημερινά θα αφήσουμε δύο δικηγόρους οι οποίοι είναι από τους ελάχιστους που δεν μας αντιμετώπισαν σαν «φιλέτα», σεβόμενοι παράλληλα την επιθυμία μας να μην παρουσιάσουν κανένα άλλοθι στο όνομα μας. Στην ουσία, θα παρίστανται στις δίκες για την συγχώνευση των ποινών, για να αναδείξουν τα όποια κενά υπάρχουν στην δίωξή μας αφήνοντας οποιαδήποτε «αποδεικτική» ρητορική γύρω από τα πρόσωπα μας, για τα όποια διαδικαστικά ζητήματα μπορούν να βοηθήσουν.
Αναγνωρίζουμε σίγουρα, την συνολική άρνηση της διαδικασίας (άρνηση παρουσίας και άρνηση υπεράσπισης), ως την πιο σεβαστή ρήξη με το δικαστικό σύστημα, μόνο που εμείς έχουμε θέσει ως στρατηγική μας, από την προανακριτική εξέταση που υποβληθήκαμε στη Γ.Α.Δ.Α., ως τις επίσημες ανακρίσεις των πρώτων ημερών, και από τα συμβούλια 6μηνου και 12μηνου που περάσαμε ως τα δικαστήρια μας, το να αρνηθούμε να μιλήσουμε, χωρίς όμως να μας αφήνει και αδιάφορους το να μειώσουμε την ποινή μας με μία συγχώνευση ή το να κάνουμε μια αίτηση αποφυλάκισης. Και αυτά χρειάζονται, καλώς ή κακώς, συνήγορο.
Συμπερασματικά, δεν πήραμε την επιλογή της άρνησης απολογίας επειδή πιστεύουμε ότι με αυτό τον τρόπο θα ακυρώσουμε με κάποιο τρόπο το σύνολο της δικαστικής διαδικασίας. Είναι για εμάς περισσότερο, μια απόπειρα απονοηματοδότησής της, μια μίνιμουμ άρνηση των «δικαιωμάτων» που μας δίνονται για να υπενθυμίσουμε πως δεν έχουμε καμία «υποχρέωση» απέναντι στην εξουσιαστική κοινωνία, μια μικρή απόδειξη από μέρους μας –οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που συνεχίζουν τον αγώνα αποτελούν το βασικό και διαχρονικό «πειστήριο»- πως οι νόμοι που μας περιορίζουν, οι κυρώσεις που μας επιβάλουν, η τιμωρία που μας επιφυλάσσουν δεν μπορούν να σωφρονίσουν κάποιον ή κάποια που έχει προλάβει να γνωρίσει την ομορφιά και την γλύκα, την τρέλα και το πάθος του να αγωνίζεσαι μαζί με άλλους ανθρώπους, μαζί με τους ανθρώπους σου, για την ελευθερία και (τουλάχιστον στην δικιά μας περίπτωση) την αναρχική επανάσταση.
Θέλοντας να δούμε βέβαια και το δάσος που περικλείει το δέντρο, πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη επιλογή, τόσο γενικά και διαχρονικά, όσο και ειδικά, στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, επιδιώκει να αποτελέσει ένα μικρό ανάχωμα στην αναβαθμισμένη κατασταλτική επέλαση των τελευταίων χρόνων και να πορευθεί παράλληλα και συνθετικά με τις άλλες επιλογές διωκόμενων συντρόφων και συντροφισσών απέναντι στη δικαιοσύνη, με τις ενέργειες άμεσης δράσης που πραγματοποιούνται, με τις πορείες και τις εκτεταμένες συγκρούσεις χιλιάδων εξεγερμένων στους δρόμους των πόλεων, με τις συλλογικές αρνήσεις που ξεπηδούν και οργανώνονται συνεχώς, σε αμφιθέατρα, στέκια, καταλήψεις, με όλες τις τάσεις και τα κομμάτια της αναρχικής επαναστατικής κοινότητας, με κάθε αδιαμεσολάβητο, αντιιεραρχικό, ανταγωνιστικό με την κυριαρχία, αγώνα που εκδηλώνεται στον κοινωνικό ιστό.
Δεν ξέρουμε αν βρήκαμε τον κατάλληλο τρόπο για να εκφράσουμε το μίσος μας απέναντι στο δικαστικό τερατούργημα προφυλάσσοντας, όσο μπορούμε την ίδια μας την ζωή, μέσα στην οποία το μόνο που ίσως μας θλίβει είναι το ότι δεν δώσαμε παραπάνω δυνάμεις πάνω στην προώθηση του αναρχικού επαναστατικού αγώνα, που δεν βρήκαμε τις φόρμουλες για να γίνει κτήμα περισσότερων ανθρώπων. Ίσως σύντροφοι και συντρόφισσες, σήμερα ή αύριο, να εξελίξουν, να κριτικάρουν ή και να αρνηθούν την επιλογή του να μην παραβρεθούμε στο δικαστήριο. Κάτι που για εμάς είναι και επιθυμητό.
Απλά επειδή τα αυτιά μας έχουν ήδη ακούσει πολλά (φοβικά κατ’ εμάς) γύρω από το πιθανό δυσανάλογο των ποινών σε υποθέσεις που θα βάδιζαν προς την «αθώωση» ή έστω το «ελάχιστο» αν πηγαίναμε στα δικαστήρια μας, ξεκαθαρίζουμε πως η επιλογή αυτή πάρθηκε σε βάθος χρόνου και με πλήρη συνείδηση των πιθανών επιπτώσεων της, πως το κόστος ζυγίστηκε και βγήκε λειψό, μπροστά στο κόστος που θα νοιώθαμε μέσα μας αν μεταμορφωνόμασταν για να αθωωθούμε ή έστω μιλούσαμε στους δικαστές. Ενώ τέλος, δηλώνουμε πως τις αξίες και τον αγώνα μας, έχουμε μάθει να τα υπερασπιζόμαστε κάτω από κάθε συνθήκη, σε δρόμους, σε συνελεύσεις, σε παρέες, στην φυλακή και η απουσία μας από την διαδικασία προφανώς και δεν σημαίνει κάποιας μορφής υποχώρηση ή αποφυγή της συγκεκριμένης «μάχης». Είναι στην ουσία μια μετατόπιση της μάχης στην καθημερινότητα μας, με τους όρους που εμείς θα επιλέξουμε να θέσουμε την κάθε της στιγμή. Είναι στην ουσία, τα άδεια καθίσματα κατηγορουμένων και η απουσία από το δικαστήριο που αντικατοπτρίζουν, μια ζωή γεμάτη που δεν έχει να μετανιώσει για τίποτα, μια ζωή παρούσα στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου και της φύσης.
Ένας πρόχειρος απολογισμός, μια ανάσα πριν την συνέχεια του πιο όμορφου ταξιδιού.
«Ότι μπορείς να νοιώσεις τόσο βαθιά, είναι δύσκολο να εξαφανιστεί για πάντα. Θα παραμείνει για πάντα μια αναμμένη φλόγα. Έτοιμη να τα κάψει όλα. Χωρίς συμβιβασμούς, με οποιοδήποτε κόστος.»
Οι πορείες μας στην ζωή και στον αγώνα μετρήθηκαν με ένα σύνολο συμβάσεων που υπογράψαμε και με ένα σύνολο αρνήσεων που πραγματώσαμε.
Οι πορείες μας είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν δύσκολες στιγμές και μικρά αδιέξοδα. Μας έμαθαν όμως να στεκόμαστε στα πόδια μας.
Οι πορείες μας δεν διαπνέονται από καμία επαναστατική καθαρότητα.
Στις πορείες μας έχουμε πάρει αρκετές λαθεμένες –εκ των υστέρων ιδωμένες ως τέτοιες- αποφάσεις. Όχι μόνο σε άποψη στρατηγικής, αλλά και σε άποψη σχέσεων. Υπήρχαν φορές που η κριτική μας ήταν αδικαιολόγητα οξυμένη απέναντι σε συντρόφους και συντρόφισσες, ενώ άλλες που δεν την ασκήσαμε ποτέ για να μην χάσουμε μια φιλία ή έστω ένα καλημέρα.
Στις πορείες μας γνωρίσαμε, αναπαράγαμε και μερικώς ξεπεράσαμε φόβους, εξουσιαστικές συμπεριφορές, καπιταλιστικές λογικές, τραγικές διχόνοιες, lifestyle, ενθουσιασμούς και αυτοναφορικότητες.
Στις πορείες μας, συνάψαμε και διαλύσαμε όμορφες σχέσεις, σχέσεις που υπόσχονταν και υπόσχονται πολλά, ενώ όχι λίγες φορές ανεχτήκαμε πρόσωπα και γεγονότα που δεν θα έπρεπε.
Τις πορείες μας προσπαθήσαμε να τις θέσουμε σε τροχιά αντίστροφη προς αυτήν της εξουσιαστικής κοινωνίας μα όχι λίγες φορές παρασυρθήκαμε ή δεν δώσαμε την πρέπουσα ώθηση.
Στις πορείες μας, έχουμε υπάρξει αρκετά απόλυτοι (ίσως να παραμένουμε σε αρκετά σημεία), ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν φορές που δεν ήμασταν όσο αμείλικτοι θα θέλαμε.
Τις πορείες μας, τις θέσαμε στην υπηρεσία των ατομικών και συλλογικών μας αρνήσεων, αλλά και στην ύφανση του ΚΟΙΝΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ, που χωρά πολλούς ακόμα ανθρώπους, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο και άρα τις πιθανές αποκλίσεις του. Ανά διαστήματα, το δεύτερο το είχαμε ξεχάσει.
Οι πορείες μας στην ζωή και στον αγώνα, δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, παρά μια όμορφη περιπέτεια, που μέσα από τις ίδιες τις αντιφάσεις τους, μας εξανθρωπίζουν.
Οι πορείες μας είναι μια μικρή αποτύπωση ενός πολέμου που μαίνεται.
Οι πορείες μας, είναι αυτό που θέλαμε να ζήσουμε.
Οι πορείες μας τροφοδοτήθηκαν από τις συνθήκες που ζήσαμε, αλλά και από πορείες άλλων ανθρώπων που πριν από εμάς έδωσαν τα πάντα για τον αγώνα.
Οι πορείες μας παραμένουν ένας μικρός κρίκος σε μια τεράστια αλυσίδα αγώνα που δεν θα σπάσει ποτέ. Μια αλυσίδα που θα σπάσει όμως, τα κεφάλια όσων μας θέλουν γονατιστούς.
Οι πορείες μας, μια χαοτική αγκαλιά σε όσους πνίγονται ζώντας εν τάξει.
Οι πορείες μας τέλος, ακόμα και μέσα στη φυλακή, «απομονωμένες» και αποκομμένες από αυτές των οικείων μας προσώπων, δεν αφήνουν τη λήθη να τις παρασύρει, χαράσσονται παράλληλα και ανεπαίσθητα ελλειπτικά με αυτές των ανθρώπων που χωριστήκαμε βίαια χωρίς να το επιλέξουμε. Μέχρι, αργά ή γρήγορα να επέλθει ξανά η τριβή των σωμάτων, των βλεμμάτων, των σκέψεων, των δράσεων. Μέχρι την στιγμή της επανένωσης και της επαναφοράς.
Οι πορείες μας στην ζωή και στον αγώνα είναι ακόμη στην αρχή τους, όπως και το ΣΤΟΙΧΗΜΑ που έχουμε θέσει κάποια χρόνια πριν:
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ
ΛΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Αλληλεγγύη στον αναρχικό συγκατηγορούμενό μας Δημήτρη Φεσσά
Δύναμη σε όσους αγωνίζονται στους δρόμους αλλά και στις φυλακές για την αναρχική επανάσταση