Για τη δικη του αναρχικου Ραμι Συριανου

“Είχα ξεμείνει από φράγκα και σου πήρα τράκα ένα τσιγάρο.

Ανάβοντας το σε ρώτησα: «Τι είναι για σένα το κράτος;»

– «Ο θάνατος της ελευθερίας» απάντησες με θυμό.

– «Και η οικονομία;»

– «Ο θάνατος του να μοιράζεσαι, ο θάνατος του να χαρίζεις, η αρρώστια του κέρδους που έχει μολύνει τις σκέψεις μας, η ανύψωση σε αξία ζωής της αγοραπωλησίας εμπορευμάτων.»

– «Και τι είναι τα εμπορεύματα;»

– «Οι ανάγκες μας μέσα στον καπιταλισμό που εκτέλεσαν τις άγριες επιθυμίες, που μας υποδουλώνουν και μας κάνουν να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά για να τα αποκτήσουμε. Και για να σε προλάβω:  Δουλεία είναι ο θάνατος της απόλαυσης της ζωής, που συνθλίβεται μέσα στα μεγάλα γρανάζια των μηχανών των εργοστασίων και απαγχονίζεται από γραβάτες μέσα στα γραφεία και πάνω στις διαφημιστικές ταμπέλες στα κέντρα των πόλεων.»

– «Άσε, άσε για τις πόλεις θα σου πω εγώ. Πόλεις είναι ο θάνατος της προσωπικότητας και κοινωνία ο θάνατος της κοινότητας, της ευτυχίας της συλλογικής ζωής.»

Δεν είχε μείνει περισσότερο από μισό τσιγάρο. Μου ζήτησες να σου δώσω μια ρουφηξιά γιατί ήταν το τελευταίο σου και δε μου το είχες πει. Γελάσαμε και ο γεμιστήρας γλιστρούσε μέσα στο όπλο, μ’ έναν ήχο που μας γέμιζε σιγουριά.

– «Επιβιώναμε πολύ καιρό μέσα στο φόβο» είπες και σοβάρεψες.

– «Η ζωή αρχίζει εκεί όπου ο φόβος πάει στο διάολο.»

Το τσιγάρο είχε τελειώσει. Όπλισες και αγκαλιαστήκαμε σαν να ήταν η τελευταία φορά.

– «Πρέπει να πολεμήσουμε. Για όσα αγαπήσαμε, για όσα μισήσαμε, για αυτά που χάσαμε και για αυτά που ονειρευτήκαμε.»

– «Που θα μας βγάλει ο πόλεμος αυτός»;

– «Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα κάπου καλύτερα από εδώ. Και ίσως κάπου που δεν θα υπάρχουν δούλοι και αφεντικά.»

Σηκωθήκαμε.

– «Το ενδεχόμενο της φυλακής ή του θανάτου σε τρομάζει καθόλου;»

– «Σίγουρα. Αλλά όχι τόσο, όσο η εθελοδουλία, όσο μια ολόκληρη ζωή δίχως νόημα.»

– «Τι ώρα είναι; Μην αργήσουμε.»

– «Σήμερα θα πάρουμε λίγα μόνο απ’ όσα μας χρωστάνε.»

Τα πνευμόνια πάλλονταν δυνατά.

– «Να γυρίσουμε γρήγορα και ξέχνα τη διασκέδαση μετά. Πρέπει να προλάβουμε την πορεία και την απογευματινή αφισοκόλληση.»

– «16 ώρες ενασχόλησης με τον αγώνα κουράζουν λιγότερο απ’ ότι 8 ώρες μισθωτής εργασίας.» είπες και έκλεισες την πόρτα πίσω μας.

Ο επαναοικειοποιημένος χρόνος κυλούσε πλέον απολαυστικά.”

Η καπιταλιστική κοινωνία εξελίσσεται διαρκώς, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται και διαχέεται η καταπίεση μεταξύ των μελών της. Καταπίεση, που στον πολεοδομικό χάρτη των μητροπόλεων εντοπίζεται αδιάκοπα στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, στα σχολεία, στους χώρους εργασίας, στους δρόμους, σε κάθε σημείο όπου αναπτύσσονται σχέσεις μεταξύ ανθρώπων στα προωθούμενα κοινωνικά πρότυπα. Σε κάθε σημείο της μητρόπολης, όμως, όπου εμφανίζεται η καταπίεση, ενεδρεύει και η αντίρροπη αμφισβήτηση της. Αμφισβήτηση που κάποιοι, διαθλώντας την μέσα από την επαναστατική τους συνείδηση, την μετατρέπουν σε ολική- επιθετική άρνηση.

Όταν μιλάμε για εξαπλωμένη καταπίεση στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, δεν εννοούμε αποκλειστικά τα απειλητικά εργοστάσια -κατάλοιπα της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης και του σοβιετικού «δουλεύω σήμερα για να ζήσω το αύριο»- με την καταπιεστική εργοδοσία που μπροστά στο κέρδος δεν υπολογίζει ανθρώπινες ζωές, εξουθενώνει σώμα και πνεύμα και επιβάλλεται στο φυσικό περιβάλλον. Λέμε «αποκλειστικά» επειδή, προφανώς, αυτή η απροκάλυπτη καταπίεση στους εργασιακούς χώρους δεν έχει εξαλειφθεί. Όμως, ο σύγχρονος καπιταλισμός, της γνώσης και των τεχνοκρατών think tank , κυοφορεί ένα πολυπληθές σώμα νέων υπηκόων: διαρκώς εκπαιδευόμενοι που ζουν στο όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης, η οποία για κάποιους θα επιτευχθεί μέσα από ρουφιανιά, γλείψιμο και υποταγή, ενώ άλλοι θα παγιδευτούν σε μία επαναλαμβανόμενη λούπα αυτών των «ιδανικών». Παράλληλα, η σύγχρονή εργασία έρχεται με όλο το πακέτο (καρέκλα, γραβάτα, PC, air condition)  για τους εργαζομένους, που θα πατήσουν με περίσσια ευχαρίστηση στα ζωντανά πτώματα των συναδέλφων τους προκειμένου να ανελιχθούν, με συνοδευτικά αγχολυτικά και 8ωρη, κατασταλτική για το πνεύμα, διασκέδαση σε κάποιο club ή και μπροστά στην τηλεόραση (για όλα τα γούστα), ενώ για τους μη εργαζόμενους-ανέργους, η σύγχρονη εργασία είναι μία διαρκής αναζήτηση κάποιας θέσης και μία σειρά εξευτελιστικών χαμόγελων υποταγής μπροστά στα εν δυνάμει αφεντικά τους.

Εργασία, λοιπόν, στον σημερινό καπιταλισμό, σημαίνει κλεμμένος χρόνος και κατ’ επέκταση καταδυνάστευση της ανθρώπινης ζωής μπροστά σε οθόνες, μέσα σε γραφεία, κάτω από κάμερες, πλάι σε μπάτσους, και αυτό προκειμένου να διασφαλιστούν και να διευρυνθούν τα γνωσιακά και τεχνολογικά κεκτημένα της κυριαρχίας, μαζί με την ατομική ιδιοκτησία του υποταγμένου. Όσο , όμως, η εργασία γεννά καταπιεστές και καταπιεζόμενους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους (σε διαρκώς εναλλασσόμενους ρόλους), ταυτόχρονα, γεννά και τους αρνητές της. Η άρνηση εργασίας, με τις πρακτικές της, δεν είναι μία επιλογή για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό, είναι για έναν επαναστάτη η επιλογή που θα τον τροφοδοτήσει με απεριόριστο απελευθερωμένο χρόνο, καθώς και με την δυνατότητα, να «ριχθεί» πλήρως και όπως επιθυμεί στον επαναστατικό, απελευθερωτικό αγώνα.

Φτύνοντας κατάμουτρα τα φετίχ μέσων πάλης, απομυθοποιώντας μέσα από τα ίδια μας τα  βιώματα τη δράση ως θέαμα, ως κάτι μακρινό, αρνούμενοι πεισματικά να γίνουμε οι κουτσομπόληδες επιλογών άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τους, διακρίνουμε στην επιλογή της άρνησης εργασίας, μια ακόμη απόπειρα ρήξης με την ομαλή ροή της οικονομίας, που επελαύνει πάνω στις ζωές μας. Δίπλα στις συλλογικές απαλλοτριώσεις και στο μοίρασμα όλων όσων έχουμε με τους ανθρώπους που μοιραζόμαστε τον αγώνα μας, δίπλα στην καταστροφή των εμπορευμάτων και το σαμποτάζ της κίνησης των χρημάτων στις πόλεις, δίπλα στην μεταστροφή των μηνυμάτων των διαφημιστικών πινακίδων και στην συμμετοχή σε μια άγρια γενική απεργία, δίπλα στην οργάνωση μέσα από ένα σωματείο βάσης που προετοιμάζει την καταστροφή της εργασίας και δίπλα στην οικοδόμηση παράνομων δομών που ανατινάζουν τα εργοστάσια, το να απαλλοτριώνεις κεφάλαιο από κρατικές ή καπιταλιστικές δομές, ήταν και είναι μια απόπειρα αποδέσμευσης πολύτιμου χρόνου, για να απελευθερωθεί αργότερα μέσα από τη διαρκή ενασχόληση με τον αγώνα.

Νοιώθουμε και στεκόμαστε αλληλέγγυοι με όλη μας τη δύναμη με το σύντροφο αναρχικό Ράμι Συριανό που δικάζεται στις 5 Δεκεμβρίου 2011 στην Θεσσαλονίκη για απαλλοτρίωση από πλειστηριασμό κρατικής εταιρείας.

ΛΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *